Με το Όραμα του Χριστόδουλου ...
Στίχοιμα - Πατρίδα
Μου 'παν για σένα όταν γεννήθηκα οι δασκάλοι μου,
και προσπαθούσαν να σε βάλουν στο κεφάλι μου,
μου 'παν για σένα γονείς μου παν συγγενείς,
πως ήσουν λέει όμορφη όσο κανείς,
και μου είπαν σε είδαν ντυμένη στο άσπρο και το μπλε,
να γδύνεσαι να ποζάρεις στου κόσμο τ' ατελιέ,
σε είπαν πατρίδα εγώ όμως δεν σε είδα,
έχω δει όμως τα παιδιά σου να σφάζονται στην κερκίδα,
σε είδαν λέει κορίτσι απ'τη την Τιφλίδα,
που ήρθε στην Αθήνα για βίζιτες και για ελπίδα,
πως το '40 λέει σκοτώθηκες στην άμυνα,
μα εσύ ήσουν πνιγμένη μέσα στο Σάμινα,
μου 'παν σε είδανε με μαστιγιές στην πλάτη,
γυρίζοντας απ'την Μακρόνησο τον Άι Στράτη,
σε είδαν στην Ευρώπη να γυρεύεις κάτι,
και 'κανες τα παιδιά σου πρόσφυγες για ένα κομμάτι,
ήσουνα λέει Παναγιά αλλά και σκάρτη,
σε είδαν να κλωτσάς το κεφάλι ενός αντάρτη,
κάποιοι σε θέλουν όρθια και άλλοι χάμω,
η χώρα αυτή σκοτώθηκε ένα πρωί στον Γράμμο.
Αυτή η πατρίδα που μου δείξαν λέει πέθανε,
με τις γυναίκες του Ζαλόγγου όταν πέφτανε,
αυτή η πατρίδα μου δείξαν αυτοκτόνησε,
και στο ικρίωμα μια μέρα μ'απαγχώνισε,
γιατί πατρίδα μου λυπάμαι μα πρωδώθηκες,
και για τριάντα αργύρια σαν πουτάνα δόθηκες,
κόψε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα σου,
μυρίζει αίμα και είναι κόκκινο το γάλα σου.
Σε είδα να βουτάς μια μέρα μες την άβυσσο,
να μ'εκβιάζεις με Κόλαση και Παράδεισο,
σε είδα να κυλιέσαι μες την σκόνη και τις λάσπες,
είδα και τα παιδιά σου να χτυπάνε μετανάστες,
κάποιοι είπαν χάθηκες στο Μόναχο για πάντα,
και άλλοι στην Αστόρια σε είδαν να πλένεις πιάτα,
σε είδα να είσαι το ζώο μέσα στο πείραμα,
και σε χτυπούσαν με μίσος μέσα στο Σύνταγμα,
και 'συ πουτάνα με σφίγγεις μες την τανάλια σου,
και μ'εκβιάζουν μέρα-νύχτα τα κανάλια σου,
και όλα ήταν ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα σου,
μυρίζει αίμα και είναι κόκκινο το γάλα σου,
σε είδα στα μάτια ενός μπάτσου με το εθνόσημο,
σε μια κορώνα στο βασιλικό οικόσημο,
μην μου μιλάς κινδυνεύεις Ελλάς,
θα φορέσω εκρηκτικά και θα 'ρθω εκεί που γλεντάς,
είμαι παιδί που γλίτωσε απ' το παιδομάζωμα
σε βλέπω να σε τρώνε λιοντάρια απ' το πάνω διάζωμα,
και ύστερα λόγχη σφουγγάρι χολή κι αγχόνη,
πατρίδα τα παιδιά σου τα πούλησες και είσαι μόνη.
Αυτή η πατρίδα που μου δείξαν λέει πέθανε,
με τις γυναίκες του Ζαλόγγου όταν πέφτανε,
αυτή η πατρίδα μου δείξαν αυτοκτόνησε,
και στο ικρίωμα μια μέρα μ'απαγχώνισε,
γιατί πατρίδα μου λυπάμαι μα πρωδώθηκες,
και για τριάντα αργύρια σαν πουτάνα δόθηκες,
κόψε τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα σου,
μυρίζει αίμα και είναι κόκκινο το γάλα σου.
Ημερολόγιο μηχανών. Ημέρα 52.
Μας μεταφέρουν και μας πηγαίνουνε σε τούνελ. Σκοτεινιάζει.
Ο Νάρκισσος πεθαίνει από το είδωλό του ανίδεοι.
Η ντροπή του κλείνει τα μάτια.
Το κακό είναι η μάνα σου, η αδερφή σου, το χέρι που σου σφίγγει την καρδιά.
Γιατί απ’αυτό δεν κρύβεσαι. Σε κοιτάει από τον καθρέφτη.
Έχω δει τον πρώτο κόσμο να κλαίει, να λιμοκτονεί και να πεθαίνει.
Έχω δει τον δαίμονα να σπάει τη γυναίκα σου στα κρεβάτια του Υδροχόου.
Και αυτή έβλεπε εσένα στα ιδρωμένα μάτια.
Και εσύ πουθενά.