Θα γράψω μία σύντομη Μυθοπλασία ...
"Είμαστε μια οικογένεια που δεν αντέχουμε Οικονομικά... Χρωστάμε Παντού ... και τα χρήματά μας δεν φτάνουν με τίποτα ...
Χρωστάμε στην ΔΕΗ ... στην Ύδρευση που μας τα χουν κόψει 2- 3 φορές το καθένα ... κανά 2 Καταναλωτικά ... και έχουμε να βγούμε σε ταβέρνα 2 χρόνια ... Καλά μην πω για Διακοπές ... Ούτε καν Εκδρομή ...
Πριν μια βδομάδα ... ήρθαν 10 άτομα και ήπιαν νερό από την βρύση μας ... Ωχ ... αμέσως θυμήθηκα ότι μας είχαν κόψει κάποτε το νερό ... 10 ακόμη την άλλη μέρα ... και την άλλη μέρα ... Διψούσανε ... Διψούσανε Πολύ ... Μέχρι Αφυδάτωσης ...
Οι Γείτονές μου από την Πρώτη κιόλας μέρα .. πήραν την Πεταλούδα από την Βρύση ... και Μάλιστα καλύψανε τις Βρύσες με γλάστρες μπροστά ... Όχι ότι δεν έχουν ... Όλοι έχουν φράγκα ... Αλλά γιατί οι ΞΕΝΟΙ να Πίνουν το Νερό ΤΟΥΣ ??? ΌΧΙ ... Να πάνε Αλλού ...
Εγώ όμως δεν την έκρυψα και δεν πήρα ούτε την πεταλούδα ... Ας Πίνουνε Όσο Θέλουνε ... Εγώ θα Χαμογελάω ... Θα Πίνω ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ ... μέχρι να μου το κόψουνε ... και ΑΝ μου το κόψουνε ... δεν θα αγοράσω τσιγάρα ... ή κρέας ... ή ψωμί ... και θα πάρω Εμφιαλωμένο ...
... ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΘΑ ΠΙΝΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ !!! "
Μαγαζάτορες έδειραν περιφερειακό σύμβουλο επειδή μοίραζε νερά και τρόφιμα σε πρόσφυγες, ενώ οι ίδιοι οι μαγαζάτορες λίγο πιο πέρα πουλούσαν 2 ευρώ το μπουκαλάκι νερό.
Lyrics: ΒΑΣΤΑΣαν πεζοπόρος που ψάχνει την ψυχή του
στο Camino De Santiago και μετράει την αντοχή του
Σαν πενηντάρης πεισματάρης στην Κριστιάνια
Στην Αλ-Κουσέγια κόπτη μοναχού τη μετάνοια
Σαν το αλήθεμα εικόνας του Bertrand από ψηλά
στην αλυπησιά του ανθρώπου ένα δάκρυ που κυλά
σαν του πιανίστα στην πλατεία Ταξίμ τη μοναξιά
σαν του παλιάτσου τη μόνη και μπαλωμένη αλλαξιά.
Σαν την αγερασιά ενός Σούφι στο Βαρανάσι
σαν το καντήλι που καίει στα γκρεμνά σε εικονοστάσι
Σαν την αλυγισιά εξόριστου Θιβετιανού στην Κίνα,
σαν το γέλιο παιδιού στην Τσιάπας που κοροϊδεύει την πείνα
Βάστα όπως στο Κίεβο τώρα, οι Εβραίοι και οι Ρομά
σαν οροθετικός στην Αθήνα που δε σιωπά και τολμά
σαν τους Αιγύπτιους ψαράδες στο Πέραμα
Βάστα στον κόσμο που γεννιέται βλέπω πέρασμα.
Οι αιμοπότες στην αλυπησιά τους
στους συνετούς τάζουν αθανασία
Και οι προδότες στην αγερασιά τους
ποθούν την απόλυτη εξουσία.
Το αύριο δε χτίζεται απ' τις φήμες
Ο κόσμος ο παλιός τους πεθαίνει
Δεν φτάνουν μόνο οι ρίμες,
άκου το χτες πως βαριανασαίνει.
Σαν τον συγγραφέα λογοκριμμένης παράστασης
σαν τα όνειρα ζωγράφου σε ίδρυμα αποκατάστασης
σαν επιζώντας απ' το Φαρμακονήσι και αζήτητος
σαν Σύριος πρόσφυγας τυφλός κι αμίλητος.
Σα μάνα που στέκεται στο άρρωστο παιδί της
σαν έφηβη Ινδή που υψώνει τη φωνή της
Σα Χιλιάνικο τραγούδι για τη λευτεριά
σα λαβωμένος που δεν ανέχεται την ανημποριά.
Σαν Κρητικός ακατέργαστος βουνίσιος τσοπάνης
σαν τα γερόντια, τα στοιχειά στα χωριά της Μάνης.
Σαν Μαυριτάνικος μύθος πολεμιστή στην Γρανάδα
σαν τη γαλήνη του ναυτικού στην καλάδα.
Βάστα σα στοχασμός στου όχλου την ανεμομιλιά
σαν του μεγάλου φαραγγγιού τη διπλή αντιλαλιά.
Βάστα δίπλα στων πλούσιων το αλυχτομανιό
σα γελαστό παιδί αντίκρυ στο θεριό.
Οι αιμοπότες στην αλυπησιά τους
στους συνετούς τάζουν αθανασία
Και οι προδότες στην αγερασιά τους
ποθούν την απόλυτη εξουσία.
Το αύριο δε χτίζεται απ' τις φήμες
Ο κόσμος ο παλιός τους πεθαίνει
Δεν φτάνουν μόνο οι ρίμες,
άκου το χτες πως βαριανασαίνει.