Πιο συγκεκριμένα, το 1960, νεαροί αξιωματικοί που βρίσκονταν εκτός της διοίκησης του στρατού, ξεσηκώθηκαν εναντίον του δημοκρατικά εκλεγμένου κόμματος των Δημοκρατών.
Το πραξικόπημα έλαβε χώρα μέσα σε ένα άκρως τεταμένο πολιτικό κλίμα, στο οποίο συνετέλεσε και μία παρατεταμένη οικονομική κρίση. Ο αυταρχισμός και η διαφθορά της κυβέρνησης Αντνάν Μεντερές επέτειναν το αδιέξοδο.
Η κίνηση κατά του Μεντερές
Η πολιτική ένταση άρχισε να κορυφώνεται από το Μάρτιο του 1960. Στρατιωτικές μονάδες διατάχθηκαν να παρεμποδίσουν περιοδεία του αρχηγού της κεμαλικής αντιπολίτευσης, Ισμέτ Ινονού, παλαιού συμπολεμιστή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ξέσπασε κύμα διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης.
Στις 17 Απριλίου το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα κατέθεσε στην εθνοσυνέλευση πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας επειδή δήθεν η αντιπολίτευση εξόπλιζε τους οπαδούς της για να καταλάβει την εξουσία δια της βίας. Η επιτροπή αυτή όχι μόνο συγκροτήθηκε από βουλευτές του κόμματος του Μεντερές, αλλά επιπλέον αποφάσισε αυθημερόν την απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας όσο διαρκούσε το έργο της, καθώς και την απαγόρευση δημοσίευσης οποιασδήποτε πληροφορίας για τις εργασίες της, ακόμη και για όσα διημείφθησαν εκείνη την ημέρα στο κοινοβούλιο.
Στις 27 Απριλίου ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις κατά της επιτροπής αυτής. Δέκα χιλιάδες φοιτητές, κρατώντας πορτρέτα του Ατατούρκ, απαίτησαν την παραίτηση του Μεντερές. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους. Δύο νεκροί, τριάντα ένας τραυματίες και χίλιοι περίπου συλληφθέντες ήταν ο επίσημος απολογισμός. Η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο και επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, ενώ απαγόρευσε στον Τύπο να αναφερθεί στις διαδηλώσεις, που όμως επαναλήφθηκαν στις 29 Απριλίου. Ο στρατός αυτή τη φορά πυροβόλησε κατά των διαδηλωτών στην Άγκυρα. Τρεις νεκροί και εκατό τραυματίες ο απολογισμός στις νέες ταραχές.
Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και στις 3 Μαΐου η κυβέρνηση έδωσε υποχρεωτική δίμηνη άδεια στον αρχηγό Στρατού Τζεμάλ Γκιουρσέλ. Στις 21 Μαΐου εκατοντάδες μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας, ένστολοι και με επικεφαλής τον διοικητή τους, πήραν μέρος σε αντικυβερνητική διαδήλωση που έγινε στην τουρκική πρωτεύουσα, επευφημούμενοι από το πλήθος.
Στις 25 Μαΐου οι βουλευτές συμπλέχθηκαν στο Κοινοβούλιο και η κυβέρνηση πέτυχε την προσωρινή αναστολή των εργασιών του. Δύο μέρες αργότερα, οι ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν την εξουσία, συναντώντας ελάχιστη αντίσταση από ορισμένες μονάδες της Αστυνομίας και τη φρουρά του προεδρικού μεγάρου.
Λίγες ώρες αργότερα οι πραξικοπηματίες στρατιωτικοί συνέλαβαν τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, ο οποίος πραγματοποιούσε περιοδεία στην κεντρική Τουρκία. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε 37μελής ομάδα, η οποία αμέσως συγκρότησε επιτροπή κατάρτισης νέου Συντάγματος, με πρόεδρο τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, Σιντίκ Σαμί Ονάρ. Οι εργασίες της επιτροπής αυτής κατέληξαν μετά ένα χρόνο στο δημοκρατικότερο Σύνταγμα που είχε ποτέ η Τουρκία, κατοχυρώνοντας την ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης, του Τύπου και των πολιτικών δραστηριοτήτων.
Στις 14 Οκτωβρίου άρχισε στη Νήσο των σκύλων στη Θάλασσα του Μαρμαρά η δίκη του Μεντερές, του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Μπαγιάρ, και σχεδόν εξακοσίων άλλων βουλευτών, υπουργών, στελεχών και οπαδών του Δημοκρατικού κόμματος.
Η δίκη αυτή διήρκεσε έναν περίπου χρόνο και κατέληξε στην εκτέλεση του Μεντερές, το Σεπτέμβριο του 1961.
Το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου του 1960 ήταν το πρώτο και το τελευταίο πραξικόπημα που έγινε στην Τουρκία εκτός ιεραρχίας του στρατεύματος (τα πραξικοπήματα της 12ης Μαρτίου του 1975 και της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980 έγιναν από το Γενικό Επιτελείο). Ένας σοβαρός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι ότι το Σύνταγμα που προήλθε από το πραξικόπημα του 1960, με το άρθρο ΙΙΙ δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο θεσμοποίησε την άμεση ανάμειξη της ηγεσίας του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της χώρας.
Ακολούθησε μία περίοδος έντασης με την εναλλαγή στην εξουσία των κομμάτων του Ντεμιρέλ, της κεντροδεξιάς, του λαϊκού δημοκρατικού και της κεντροαριστεράς του Ετζεβίτ.
Το 1971, στρατιωτικό κίνημα που έμεινε στην ιστορία ως το "στρατιωτικό πραξικόπημα του μνημονίου", έβγαλε τα τανκς στους δρόμους, προκειμένου να ρίξει την κυβέρνηση και να αναλάβει την εξουσία. Το 1974 με την νίκη του λαϊκού – δημοκρατικού κόμματος, επανέρχεται η Δημοκρατία και ξεκινάει για την Τουρκία μία περίοδος κρίσης και διενέξεων με την Ελλάδα γύρω από το θέμα της Κύπρου.
Το καθεστώς Εβρέν
Το 1980, εκδηλώθηκε στρατιωτικό κίνημα, το οποίο εξελίχθηκε σε εμφύλια σύγκρουση μεταξύ των δεξιών και αριστερών ομάδων.
Η στρατιωτική επέμβαση του 1980 έθεσε τέρμα στη μακρά σύγκρουση του κράτους με την εξωκοινοβουλευτική αριστερά και ταυτόχρονα επιβεβαίωσε τον υπό στρατιωτική κηδεμονία χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Μετά το πραξικόπημα του 1971 ακολούθησε μια τριετία (1971-1974) όπου οι πολιτικές κυβερνήσεις συνασπισμού διατελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο των στρατιωτικών και επετεύχθη μια κάποια μορφή σταθερότητας στην πολιτική ζωή της Τουρκίας.
Κατά την περίοδο 1974-1980 αυτή η σταθερότητα εξασθενίζει σταδιακά, αφού οι βραχείας διαρκείας κυβερνήσεις συνασπισμού που θα συνέβαλλαν στη σταθεροποίηση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, αποτυγχάνουν. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξάνεται η πολιτική αστάθεια μέσα σε ένα πλαίσιο ακραίας πόλωσης μεταξύ κράτους και εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και να εντείνονται τα φαινόμενα της οικονομικής εξαθλίωσης και της αυξημένης κοινωνικής αντιπαράθεσης που προκαλούσε η εσωτερική μετανάστευση πληθυσμού από την περιφέρεια προς τις αστικές περιοχές και η συνεπακόλουθη αύξηση της ανεργίας που απετέλεσε τη δεξαμενή της πολιτικής δύναμης των κομμουνιστών.
Τουρκία και ΗΠΑ
Το 1979 η γεωστρατηγική σημασία της Τουρκίας αυξάνεται σημαντικά για τις ΗΠΑ λόγω της Σοβιετικής εισβολής στο Αφγανιστάν αλλά ιδιαίτερα λόγω της Ιρανικής επανάστασης που ανέτρεψε τη φιλοαμερικανική μοναρχία του Ιράν και στέρησε από τις ΗΠΑ ένα από τους πιο σημαντικούς στρατηγικούς συμμάχους στη Μέση Ανατολή. Για τις ΗΠΑ, η έντονη δράση των αριστερών οργανώσεων στην Τουρκία, ιδιαίτερα των κομμουνιστών, αποτελούσε γεωστρατηγική απειλή λόγω της αύξησης της επιρροής της ΕΣΣΔ στα εσωτερικά της Τουρκίας.
Η χούντα του στρατηγού Κενάν Εβρέν εκμεταλλεύτηκε αυτό το γεωπολιτικό πλεονέκτημα που της παρείχε η συγκυρία και κατάφερε να υπερκεράσει τις ελάχιστες εξωτερικές πιέσεις που εδέχθη σχετικά με την κατάλυση των δημοκρατικών αρχών, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την καταπίεση των Κούρδων, που μετά το πραξικόπημα του 1980 οργανώνουν το δικό τους μαζικό εθνικό κίνημα.
Το καθεστώς Εβρέν, εν τούτοις, υπήρξε ιδιαίτερα σκληρό. Επεβλήθη καθεστώς λογοκρισίας, διαλύθηκαν τα εργατικά συνδικάτα, φυλακίστηκαν πολιτικοί αρχηγοί, ενώ επισήμως κηρύχθηκαν εκτός νόμου τόσο οι οργανώσεις της αριστεράς όσο και (τυπικώς) της άκρας δεξιάς. Στις επίσημες καταγραφές αναφέρονται περίπου 650.000 συλλήψεις, 230.000 προσαγωγές σε δίκη, 300 θάνατοι στη φυλακή, 171 θάνατοι από βασανιστήρια, 517 καταδίκες σε θάνατο, 50 εκτελέσεις. Οι πραγματικοί όμως αριθμοί δεν έγιναν ποτέ γνωστοί. Η δικτατορία Εβρέν είχε όσο καμία προηγούμενη την πλήρη υποστήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ. Ο Εβρέν, ενισχυμένος από το δημοψήφισμα του 1982, το οποίο προέβλεπε αυξημένες αρμοδιότητες για τον Πρόεδρο, σε σχέση με άλλα συντάγματα, παρέμεινε στην θέση του Προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενώ αποχώρησε οικειοθελώς από την θέση του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατού και αποστρατεύτηκε τον Ιούνιο του 1983. Από την θέση του προέδρου αποχώρησε το 1989.
Για πολλά χρόνια ο Εβρέν και οι άλλοι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος του 1980 απολάμβαναν ασυλίας και δεν μπορούσαν να διωχθούν ποινικώς. Ωστόσο, η ασυλία τους τερματίστηκε το 2010, με την τροποποίηση του Συντάγματος που εισηγήθηκε η κυβέρνηση του Ερντογάν. Έτσι, τον Απρίλιο 2012 ξεκίνησε η δίκη του 94χρονου Εβρέν και του 87χρονου Ταχσίν Σαχινκαγιά, πρώην αρχηγού της Τουρκικής αεροπορίας, οι οποίοι είναι οι μόνοι επιζώντες από τους πρωταίτιους του πραξικοπήματος της 12ης Σεπτεμβρίου 1980. Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη από δικαστήριο της Άγκυρας στις 18 Ιουνίου 2014. Σύμφωνα με το Άρθρο 30 του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα, οι Εβρέν και Σαχινκαγιά θα στερηθούν τους βαθμούς τους και θα υποβιβαστούν στο βαθμό του Οπλίτη.
Ο Εβρέν πέθανε στις 9 Μαΐου 2015, απομονωμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, σε ηλικία 98 ετών.
Το 1993, εκδηλώθηκε το λεγόμενο "συγκεκαλυμμένο πραξικόπημα", το οποίο είχε στόχο την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK)
Τέλος, το 1997, εκδηλώθηκε το λεγόμενο "μεταμοντέρνο πραξικόπημα". Σύμφωνα με την κ. Τσιλέρ, η όλη αυτή διαδικασία του χωρίς ''όπλα και πυρομαχικά'' πραξικοπήματος για την ανατροπή της κόστισε στον λαό 251 εκ. λίρες. Το πραξικόπημα οδήγησε στην πτώση της ισλαμικής κυβέρνησης Ερμπακάν στην Τουρκία.
Τελευταίο κεφάλαιο η απόπειρα ανατροπής του Ερντογάν από τον Μουχαρέμ Κοσέ και τους συνεργάτες του.