Κρίμα γιατί θα χαλάσουν την Υστεροφημία ενός Καταπληκτικού και Αξεπαίραστου Τραγουδιού !
********* **********************
Εὐριπίδη
Βάκχαι
Μετάφραση Παντελῆ Πρεβελάκη
Δ' ΣΤΑΣΙΜΟ
(τίτλος, τα πρόσωπα, πρόλογος, πάροδος, α' επεισόδιο, α' στάσιμο, β' επεισόδιο, β' στάσιμο, γ' επεισόδιο, γ' στάσιμο,
δ' επεισόδιο, δ' στάσιμο, ε' επεισόδιο, ε' στάσιμο, έξοδος)
Χορός ΧΟΡΟΣ
[στρ.
ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ἴτ᾽ εἰς ὄρος,
θίασον ἔνθ᾽ ἔχουσι Κάδμου κόραι,
ἀνοιστρήσατέ νιν Τρέξτε, γρήγορες σκύλες της Λύσσας,
στο βουνό αμολυθείτε
πού 'χουν σύναξη οι κόρες του Κάδμου !
Με τον οίστρο κεντήστε τις πάνω
980 ἐπὶ τὸν ἐν γυναικομίμῳ στολᾷ
λυσσώδη κατάσκοπον μαινάδων.
μάτηρ πρῶτά νιν λευρᾶς ἀπὸ πέτρας
ἢ σκόλοπος ὄψεται
δοκεύοντα, μαινάσιν δ᾽ ἀπύσει· στον ντυμένο γυναίκεια κατάσκοπο
πού 'χει λύσσα να δει τις μαινάδες !
Η μητέρα του πρώτη μακριάθε
θα τον δει να βιγλίζει από βράχο
γλιστερό για δεντρί, και θα σκούξει
985 Τίς ὅδ᾽ ὀρειδρόμων
μαστὴρ Καδμείων ἐς ὄρος ἐς ὄρος ἔμολ᾽
ἔμολεν, ὦ βάκχαι; τίς ἄρα νιν ἔτεκεν;
οὐ γὰρ ἐξ αἵματος
γυναικῶν ἔφυ, λεαίνας δέ τινος στις μαινάδες: Ποιός ήρθε εδώ πάνω
στο βουνό; Ποιός ανέβη εδώ πάνω
τις Καδμείες βουνοπλάνητες νά 'βρει;
Τάχα ποιά να τον γέννησε; Σπλάχνα
γυναικός δεν τον βάσταξαν τέκνο
990 ὅδ᾽ ἢ Γοργόνων Λιβυσσᾶν γένος. καμίας λιόντισσας θα 'ναι ή Γοργόνας !
992 ἴτω δίκα φανερός, ἴτω ξιφηφόρος
φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ Δικαιοσύνη !
Ολοφάνερη πρόβαλε, σπάθα κρατώντας,
995 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
γόνον γηγενῆ.
ὃς ἀδίκῳ γνώμᾳ παρανόμῳ τ᾽ ὀργᾷ
περὶ <σὰ> Βάκχι᾽, ὄργια ματρός τε σᾶς
μανείσᾳ πραπίδι και του Εχίονα το γιο,
που τον βλάστησε η γη,
σκότωσε τον !
Ναί, με μιά, το λαιμό του πελεκά,
του άθεου, του άνομου κι άδικου !
Όπου μ' άδικη γνώμη και μ' άνομο μίσος
τα δικά σου γιορτάσματα, ώ Βάκχε,
και της μάνας σου, με άφρονο πάθος
1000 παρακόπῳ τε λήματι στέλλεται,
τἀνίκατον ὡς κρατήσων βίᾳ,
γνωμᾶν σωφρόνα θάνατος ἀπροφάσι-
στος ἐς τὰ θεῶν ἔφυ·
βροτείως τ᾽ ἔχειν ἄλυπος βίος. και με νου ξεπαρμένο, κινάει να χτυπήσει,
και θαρρεί πώς το ανίκητο αυτός
με τη βία θα νικήσει·
αμ' την τρέλα του ο θάνατος θα σωφρονίσει.
Ανεξέταστα δέχου ό,τι ανήκει
στους θεούς, καθώς στέκει στον άνθρωπο,
και θενά 'χεις απίκραντη ζήση.
1005 τὸ σοφὸν οὐ φθονῶ·
χαίρω θηρεύουσα· τὰ δ᾽ ἕτερα μεγάλα
φανερά τ᾽· ὤ, νάει<ν> ἐπὶ τὰ καλὰ βίον,
ἦμαρ ἐς νύκτα τ᾽ εὐ-
αγοῦντ᾽ εὐσεβεῖν, τὰ δ᾽ ἔξω νόμιμα Δε φτονώ τη σοφία· αναγαλλιάζω
να ζητώ κείνα τ' άλλα,
τα λαμπρά, τα μεγάλα
που οδηγούν στο καλό, στην ευσέβεια,
τη ζωή μου, ολημέρα και νύχτα,
και με κάνουν τους θεούς να λατρεύω
1010 δίκας ἐκβαλόντα τιμᾶν θεούς. κι από τ' άνομα εγώ ν' αλαργεύω.
1013 ἴτω δίκα φανερός, ἴτω ξιφηφόρος
φονεύουσα λαιμῶν διαμπὰξ Δικαιοσύνη!
Ολοφάνερη πρόβαλε, σπάθα κρατώντας,
και του Εχίονα το γιο,
που τον βλάστησε η γη,
σκότωσε τον!
1015 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
τόκον γηγενῆ. Ναί, με μιά, το λαιμό του πελεκά,
του άθεου, του άνομου κι άδικου !
[επωδ.
1018 φάνηθι ταῦρος ἢ πολύκρανος ἰδεῖν
δράκων ἢ πυριφλέγων ὁρᾶσθαι λέων. Φανερώσου σαν ταύρος, ώ Βάκχε,
ή καθώς πολυκέφαλο φίδι,
ή λιοντάρι περίφλογο!
1020 ἴθ᾽, ὦ Βάκχε, θηραγρευτᾷ βακχᾶν
γελῶντι προσώπῳ περίβαλε βρόχον
θανάσιμον ὑπ᾽ ἀγέλαν πεσόν-
τι τὰν μαινάδων. Έλα με όψη γελούμενη, ώ Βάκχε,
και στο δίχτυ του θανάτου πιάσε
το σκληρό των βακχών κυνηγάρη,
στο κοπάδι τους μέσα όταν πέσει!