1. Ο εραστής της λευκής σελίδας
Ποίηση
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
Θωμάς Γκόρπας
Με ρώτησες μια νύχτα θυμάμαι μια από αυτές τις τόσο ίδιες νύχτες που υπάρχει ένα αυτοκίνητο και μερικά ποτά και μια κάποια ανόητη ανάγκη για φιλί γίνεται να σου αρέσει και η ποίηση;Εγώ, καθώς γνωρίζεις, φοιτώ κάπου εργάζομαι κάπου έχω ιδιαίτερη αδυναμία στο φλερτ και στα ξενύχτια και μου αρέσουν και τα ακριβά παπούτσια και το καλό κρασί και αγαπώ τις απολαύσεις όπως τις αγαπάς κι εσύ εγώ, καθώς γνωρίζεις, θέλω και κάνω πολλά.
Ένα πράγμα είναι που δεν επιθύμησα ποτέ μου: να γίνω ποιητής.
Γιατί να θέλω κάτι τέτοιο;
Η ζωή είναι πιο ήρεμη χωρίς την ποίηση. Η ποίηση στην αγριεύει τη ζωή σου, στην αγρυπνά πάνω από οθόνες και τετράδια, η ποίηση είναι ένα από τα σκληρότερα ναρκωτικά.
Θα έπρεπε, σου λέω, να ήταν παράνομη η Ποίηση.
Είναι, βλέπεις, τρομερά επικίνδυνη
Και ξύπνησα ένα πρωί, λες εσύ, και είπα: Ας ξεκινήσω να γράφω
Έτσι για να τραβήξω την προσοχή του κόσμου
Κι επειδή είναι τόσο της μόδας να είσαι ποιητής
Ιδίως αν γράφεις με λεοπάρ στυλό;
Ξύπνησα, λες, ένα πρωί και είπα:
Ας αρχίσω να ασχολούμαι κι εγώ με την ποίηση
Ας πάω να αγοράσω τα άπαντα απάντων
Ιδίως αυτού του Καβάφη
Πολύ τον αναφέρουν οι διανοούμενοι
Α, και να μην ξεχάσω και τη Δημουλά;
Κι έτσι, λοιπόν, γλυκιά μου, νομίζεις ότι ξεκινά κάποιος να είναι ποιητής;
Νομίζεις πως είναι μια απόφαση, μια ασχολία;
Ή, έστω, νομίζεις πως η αληθινή ποίηση
αυτή που σε τρομάζει και σου θυμίζει τη φιλόλογο της δευτέρας λυκείου
είναι για κάποιους εκλεκτούς μισότρελους;
Που δεν ερωτεύονται, δε βάφονται, δεν κατουράνε;
Θα σου πω μια αλήθεια: δεν υπάρχουν ποιητές.
Υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που ερωτεύτηκαν κάποιες λευκές σελίδες από ανάγκη ή από επιλογή.
Άνθρωποι που δεν τους αρκεί να μιλούν σε Ανθρώπους.
Δεν υπάρχουν ποιητές.
Υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που διάβασαν εραστές λευκών σελίδων
Πεθαμένους ή ακόμα ζωντανούς
Και ζήλεψαν
Και μαγεύτηκαν
Και κατάλαβαν
Κι έτσι ξύπνησαν ένα πρωί και είπαν, καλή μου:
Έχω ανάγκη κι εγώ να γράψω κάτι. Έχω ανάγκη.
Και ξεκινά αυτός ο Γολγοθάς προς το αγκάλιασμα του ήλιου.
Αυτή η παράλληλη ζωή, η ηχώ που σε μουρλαίνει ξεφωνίζοντάς σου κάθε τόσο λέξεις και ιδέες και σκοπούς
όπου κι αν είσαι.
Γίνεται η Ποίηση το καταφύγιο που φθονείς.
Ξεκινά η συνειδητοποίηση της άπλετης μικρότητάς σου.
Κάτι πρέπει να πεις, αλλά δεν ξέρεις πώς.
Γνωρίζεις ότι δε χρησιμεύεις πουθενά.
Είσαι ένας υπηρέτης της Ομορφιάς
Μα ποιος ξεδιψά και χορταίνει και στεγάζεται με Ομορφιά στον πλανήτη Γη;
Όλα αυτά δε στα είπα εκείνο το βράδυ στο απαίσιο και φασαριόζικο μπαρ που με κουβάλησες, όχι, όχι. Θυμάμαι, χαμογέλασα απλώς και προσπάθησα να σου εξηγήσω ότι όλοι οι άνθρωποι μπορούμε να είμαστε ποιητές, όσο ακόμα η Ποίηση παραμένει νόμιμη. Δεν με άκουγες καλά, απλά κουνούσες σαν ηλίθια το ξανθό κεφάλι σου και ρούφαγες το μαρτίνι σου. Εγώ σου μιλούσα για την Ποίηση και εσύ ρούφαγες το μαρτίνι σου.
Λίγο αργότερα είχα βραχνιάσει και παρήγγειλα δεύτερο ποτό. Και μετά δε θυμάμαι. Πάντως εκείνη τη νύχτα σε είχα θηλάσει όλη μου την έμπνευση, γλυκιά μου. Δεν κατάφερα να γράψω τίποτε τις επόμενες ημέρες.
Εάν καταλάβαινες θα σου έλεγα πολλά ακόμα και θα είχα να θυμάμαι πιο όμορφα πράγματα από εκείνη τη βραδιά στο απαίσιο και φασαριόζικο μπαρ.
Θα σου έλεγα, ας πούμε, ότι δεν έμαθα να γράφω από κανέναν δάσκαλο και κανένα σοφό. Ο Έρωτας και η Φύση είναι που με δίδαξαν Ποίηση, σε ανύποπτο χρόνο. Άλλωστε, πρέπει να καταλάβεις, ότι τα ποιήματα δε γράφονται στο χαρτί. Μέσα μου γράφονται καθώς ζω-ο χρόνος της κυριολεκτικής καταγραφής τους είναι δεύτερος και σπανίως, πολύ σπανίως οι δύο αυτοί χρόνοι γραφής και καταγραφής συμπίπτουν. Γράφω, συνήθως, όταν κοιμάμαι, όταν μεθώ, όταν χορεύω, όταν βλέπω κάτι πολύ όμορφο. Και καταγράφω συνήθως βράδυ ακούγοντας μουσική, μη ρωτάς τι μουσική, αναλόγως.
Και, προς Θεού, μη διανοηθείς να με αποκαλέσεις ποτέ σου ποιητή. Εγώ ένα όνειρο έχω: να εμπνεύσω ομορφιά και καλοσύνη και πάθος και ζωή και όνειρα. Γράφω για να με διαβάσει κάποιος και να πάρει την απόφαση να αλλάξει τον κόσμο. Θέλω κι εγώ να αλλάξει ο κόσμος. Κάποτε, πλάκα πλάκα, ντρεπόμουν που δεν ένιωθα ότι συντελούσα σε αυτήν την προσπάθεια, παρά όταν έγραφα ποίηση.
Και, μου είπες, αν θυμάμαι καλά εκείνη τη γαμημένη νύχτα, μου είπες πόσο είναι βαρετή η ποίηση. Πόσο ακαταλαβίστικη και πόσο ανούσια.
Λες και ξέρεις εσύ από Ποίηση, μωρή!
Θα ήθελα να σου πω.
Αλλά δε στο’ πα. Γιατί για την Ποίηση όλοι δικαιούνται και όλοι πρέπει να μιλούν. Ποίηση είναι αυτό που θα μιλήσει και σε αυτόν, ακόμα, που ισχυρίζεται πως τη βαριέται. Μα οι άνθρωποι, μάτια μου, δεν τη βαριούνται την Ποίηση, στην πραγματικότητα τη φοβούνται, γιατί τους ανοίγει τα μάτια και πώς αρέσει στους ανθρώπους να έχουν μάτια κλειστά και ανίδεοι να διάγουν βίο ήσυχο.
Πόσο οι άνθρωποι φοβούνται την καρδιά τους.
Αλλά πιο πολύ με θύμωσες που μου είπες πως είμαι… πολύ ωραίος για να γράφω Ποίηση. Πως έχω καλύτερα πράγματα να κάνω από το να γράφω. Πως μπορώ να κάνω πιο ενδιαφέροντα πράγματα. Και τι να σου πω τότε εγώ, ε; Γέλασα αμήχανα.
Πώς να σου έλεγα και πώς να καταλάβαινες, ανόητό μου κοριτσάκι, ότι δεν έχω πια άλλη επιλογή. Ότι δεν μπορώ να πάψω να γράφω, ότι, ναι, είμαι άρρωστος.
Ζω, παράλληλα, τη ζωή που ζουν οι περισσότεροι, θα μπορούσα κι αλλιώς; Μου αρέσει και η πόλη, αμέ. Ποιος σου είπε ότι οι ποιητές ζουν σαν ερημίτες; Ποιος σου είπε ότι είναι άσχημοι και ανέραστοι και ακοινώνητοι οι ποιητές;
Υπάρχουν δύο είδη ποιητών: αυτοί που δεν έχουν ερωτευτεί ακόμα και αυτοί που ερωτευτήκανε. Μα όλοι, όλοι οι ποιητές έχουν πονέσει.
Είδες; Με αναγκάζεις να χρησιμοποιώ τη λέξη ποιητές. Μια λέξη που βαθύτατα απεχθάνομαι.
Αναρωτήθηκες αργότερα, τρελή, από πού αντλώ εμπνεύσεις. Λες και δεν είναι η ζωή από μόνη της μια τεράστια έμπνευση. Εργαλειοθήκη μου το αλφάβητο και λάμπα μου ο πόνος της ζωής κι οι αγωνίες της. Η συνείδηση του τέλους μας, οι αγάπες, τα φευγιά, οι εφιάλτες και οι προσδοκίες που δεν εκπληρώνονται ποτέ. Ρε, είμαι άνθρωπος, τι νόμιζες; Ότι είμαι φτιαγμένος από σύννεφο; Και δεν είμαι απαραίτητα καλός. Η Ποίηση δεν είναι ηθική, τέχνη είναι, κι από όλες αυτή πιο πολύ, έχει την απαίτηση να της υποδουλωθείς εάν θέλεις να την κατακτήσεις.
Με φίλησες σε κάποια φάση, πριν το τρίτο ποτό, σου άρεσε θυμάμαι να με βλέπεις φουρκισμένο με όλες αυτές τις ανόητες απορίες σου και βρήκες ευκαιρία να μου ψιθυρίσεις και μια ακόμη. Εάν θα εκδώσω το έργο μου.
Θυμάμαι ακριβώς τι σου είπα.
Ότι οι εκδότες καθιερώθηκε να το παίζουν μεσολαβητές του τι πρέπει να εκδοθεί και τι όχι και ότι κακώς υπάρχουν εκδότες και εκδοτικοί οίκοι κι ότι θα έπρεπε η τέχνη να γράφεται στους τοίχους της πόλης και να τραγουδιέται και να μελοποιείται κάθε τόσο, να χορεύεται, να περνάει από στόμα σε στόμα.
Να ζει η Ποίηση, σου είπα. Να ζει.
Με ξαναφίλησες και έπειτα μάλλον θα σου είπα για το πόσο θλίβομαι που υπάρχουν τόσα άγνωστα ποιήματα και τόσες γνωστές απόπειρες ποιημάτων.
Και, τότε, σε φίλησα εγώ. Τι άλλο να έκανα, μου λες; Η συζήτηση για την ποίηση είναι ατέλειωτη και με ψυχοπλακώνει να την κάνω.
Εγώ να γράφω ξέρω, όχι να μιλώ για αυτά που γράφω.
Η Ποίηση, να το θυμάσαι, μια μέρα θα φέρει την Επανάσταση.
Και ξέρεις πότε; Όταν θα πάψουμε να τη διαχωρίζουμε από τη ζωή, όταν οι «ποιητές» κατεβούν από τα βάθρα τους και βγουν στο δρόμο, όταν θυμηθούν πως πάνω από όλα είναι γυναίκες και άντρες οι «ποιητές».
Πολύ με βαρέθηκες εκείνη τη νύχτα, γι’ αυτό και δεν με ξαναπήρες τηλέφωνο. Σου λέει με μουρλό έμπλεξα.
Ίσως να ήταν και η μόνη σωστή σκέψη που έχεις κάνει από τότε που σε ξέρω.
Ίσως κι εγώ να σκεφτώ δεύτερη φορά πριν ξεστομίσω ότι γράφω ποιήματα.
Να βεβαιωθώ πρώτα ότι είναι ποιήματα, το κυριότερο.
Κι ύστερα, γλυκιά μου, ω ναι, μετά την ολοκλήρωση της δημιουργίας πρέπει να ερωτευτώ και να πεθάνω, για να έχω εκπληρώσει και τα τρία μου χρέη σαν άνθρωπος.
Θα έχουν μείνει ξοπίσω τα γραπτά και οι απόγονοι θα μιλούν για μένα, πώς σου φαίνεται αυτό; Κι ίσως, μέχρι τότε, καλή μου, να έχεις γράψει κι εσύ κάτι, πού ξέρεις;
Έναν ορισμό της ποίησης, ίσως, αν σου έμεινε κάτι από αυτή τη ρημάδα τη βραδιά. Στο’ πα- δε στο’ πα;-δεν έπρεπε να πιούμε τόσο πολύ.
Πηγή : http://www.biblionet.gr/book/18Decibel
DSV : Δεν θα πω πολλά ... αλλά όσο και αν αυτό που μου λένε ότι είμαι και εγώ ποιητής ισχύει στο παραμικρό ... στο κείμενο της Γεωργίας βρήκα στα 25 χρόνια που γράφω την καλύτερη απόδοση ... του τι είναι Ποίηση ...
Εγώ δεν είμαι ποιητής - 1995 Στίχοι: Λάζαρος Ανδρέου
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου
1. Νίκος Παπάζογλου
Εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι στιχάκι
είμαι στιχάκι της στιγμής
πάνω σε τοίχο φυλακής
και σε παγκάκι
Με τραγουδάνε οι τρελοί και οι αλήτες
καταραμένη είμαι φυλή
με μιαν εξόριστη ψυχή
σ’ άλλους πλανήτες
Εγώ δεν είμαι ποιητής
είμ’ ο λυγμός του
είμαι ένας δείπνος μυστικός
δίπλα ο Ιούδας κλαίει σκυφτός
κι είμ’ αδερφός του