Μαργαρίτα Καραπάνου: "Όλοι με νομίζουν σνομπ, με ζωή jet set. Ύδρα, Παρίσι, Αθήνα.
Και εγώ 30 χρόνια στην απομόνωση της κατάθλιψης.
Είχα ακούσει τόσα πολλά για την Μαργαρίτα Καραπάνου, που δεν ήξερα τι να περιμένω. Θα μπορούσα να είχα βρεθεί σε ένα σπίτι με «μουχλιασμένα» έργα τέχνης, σε ένα δωμάτιο με μαύρους τοίχους και την «καταραμένη Καραπάνου» να κρύβεται πίσω από σύννεφα καπνού. Όλα θα μπορούσαν να συμβούν. Η Μαργαρίτα Καραπάνου μεγάλωσε «χωρίς ταυτότητα» .
Η μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη είχε την κακή ιδέα να της δώσει το δικό της όνομα. Και μπορεί ο Σικελιανός –φίλος στενός της Λυμπεράκη- να αστειευόταν και να μιλούσε για «πνευματική δυναστεία», όμως η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε χωρίς δικό της όνομα. Ανάμεσα σε «ιερά τέρατα».
Ο θείος της Γιάννης Μόραλης, η θείας της Αγλαΐα Λυμπεράκη η γλύπτρια και το Παρίσι στην δεκαετία του ‘60 ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Καμί, ο Πικάσο.
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», το πρώτο της βιβλίο μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες. Το «Ναι» το έγραψε σε ψυχιατρική κλινική, άρρωστη πολύ. «Ο υπνοβάτης» πήρε το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στην Γαλλία. Το “Lee και Lou” «ισοπέδωσε» το Κολωνάκι. Όλα λοιπόν έπρεπε να τα περιμένω χτυπώντας το κουδούνι της. Μου άνοιξε μόνη της όμως. Μια σκυλίτσα η Lou φώναζε, στο μπαλκόνι είχε λίγα λουλούδια και στους τοίχους φωτογραφίες της νιότη της. Τα ωραιότερα μάτια της Αθήνας – έτσι μου είχαν πει- δεν ήταν σκοτεινά ούτε περιπαιχτικά.
Να αρχίσουμε λοιπόν με το μεγάλο σας μυστικό.-
Ναι. Αποφάσισα να βγω και να μιλήσω για την μανιοκατάθλιψη που είχα πάρα πολλά χρόνια, όχι για να εκτονωθώ, αλλά για να βοηθήσω τους ανθρώπους που την έχουν. Είναι μια αρρώστια φοβερή, αλλά πρέπει να μην το βάζουν κάτω. Να ζήσουν, να ερωτευθούν, να γράψουν, να ταξιδέψουν. Όλα γίνονται.
Πότε καταλάβατε ότι είχατε αυτή την αρρώστια;
- 24 χρονών. Κλείστηκα σπίτι, φάρμακα, μετά κλινικές. Θέλω να κατηγορήσω, εκείνους τους γιατρούς για την αδιαφορία τους, για την ειρωνεία τους, απέναντι στους αρρώστους. Είναι ντροπή τους. Σαν να μας ήμασταν κατώτερο είδος, ένας ρατσισμός αφάνταστος. Οι νοσοκόμες μας φερόντουσαν σαν να ήμασταν ζώα.
Και πως αντέξατε;-
Μόλις μου βγάζανε τον ορό, έτρεχα στο τραπέζι και έγραφα. Τότε έγραψα το «Ναι». Αυτό το βιβλίο μου έσωσε την ζωή.
Υπήρξε αφορμή για την εκδήλωση της αρρώστιας;-
Όχι καμία. Είναι μια αρρώστια βιολογική δεν είναι ψυχολογική. Κάτι πειράζεται στον εγκέφαλο.
Τώρα πίνετε φάρμακα;- Πολύ λίγα πια. Πριν έπαιρνα 17.
Πως τα καταφέρατε και γράψατε 6 βιβλία; -
Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς είχαν αυτή την αρρώστια και μεγάλοι ζωγράφοι. Ο Γκρέκο, ο Βαν Γκογκ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τένεσι Γουίλιαμς, η Σίλβια Πλάθ. Εγώ γράφω βιβλία από 7 χρονών, βιβλία για παιδιά. Την «Κασσάνδρα» την έγραψα στα 21 μου, τότε ήμουν ακόμη καλά. Μετά όποτε συνερχόμουν λίγο από την αρρώστια, έγραφα. Ή έγραφα άρρωστη.
Ο βραβευμένος «Υπνοβάτης» πως γράφτηκε;-
Στην Ύδρα ένα χειμώνα μόνη μου. Τα βράδια έπαιζα πόκερ με 12 ξένους, πλούσιους γέρους -τους πήρα μέχρι και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα - και το πρωί έγραφα.
Πείτε μου για την βραβεύση σας.-
Ήταν το 1988, το ήξερα ότι ήμουν υποψήφια για το γαλλικό βραβείο - για το καλύτερο ξένο βιβλίο - ένα χρόνο πριν το έχει πάρει ο Μαρκές με τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Καθόμουν σπίτι και έβλεπα στο DVD ένα θρίλερ του Μπράιν ντε Πάλμα με τον Μάϊκλ Κέιν. Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το σηκώνω, συνεχίζει να χτυπάει και ακούω μια φωνή από το υπερπέραν να μου φωνάζει, «κερδίσατε το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου, μεθαύριο πρέπει να είσθε στο Παρίσι για την απονομή και το πάρτι». Μιλάω και με την ΕΡΤ και μου λένε «πάρτε ένα ταξί και ελάτε αμέσως για το δελτίο»! Βάζω ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι, άβαφη, αχτένιστη και τρέχω για το δελτίο. Από μέσα φορούσα το νυχτικό!
Που μεγαλώσατε;
- Ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα. 8 χρονών γνώρισα τον Καμί. Βέβαια ήμουν μικρή για να καταλάβω ποιους ανθρώπους είχα απέναντι μου. Θυμάμαι τον Σάρτρ στο καφενείο να καπνίζει ακατάπαυστα «Γκουλουάζ». Τα έβαζε στο στόμα από την δεξιά μεριά και μιλούσε, μιλούσε. Πίσω σε ένα τραπέζι μόνη της καθόταν πάντα η Μποβουάρ. Έγραφε δεν ήταν πολύ της παρέας.
Πώς είχατε βρεθεί στο Παρίσι;
- Η μητέρα μου ζούσε εκεί. «Τα ψάθινα καπέλα» που είχε γράψει η μητέρα μου Μαργαρίτα Λυμπεράκη της τα εξέδωσε ο Αλμπέρτ Καμί. Ο Καμί ερχόταν στο σπίτι μας για να φάει με την μητέρα μου και μου έλεγε «κακομοίρα Μαργαρίτα είσαι στο σκοτεινό Παρίσι και όχι στο φως της Αττικής». Μου το έλεγε κάθε βράδυ αυτό.
Ο πατέρας σου;-
Α ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, αλλά ήταν ένας play boy, δεν τον έβλεπα πολύ. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 8 μηνών και τον έβλεπα πάντα σαν ένα πρίγκιπα. Έπαιζε συνεχώς στις κούρσες και μια φορά θυμάμαι πήρε την γιαγιά μου και της είπε «Σαπφώ έχασα το σπίτι στην Εκάλη». Και λέει η γιαγιά μου, «τι έγινε κάηκε»; «Όχι το έπαιξα στις κούρσες».
Πέστε μου για τα χρόνια της κατάθλιψης.-
Έζησα σε μεγάλη απομόνωση πολλά χρόνια. Γινόμουν καλά για 3, 4 μήνες και μετά πάλι αρρώσταινα. Τριάντα χρόνια η ίδια ιστορία. Τώρα γελάω, γιατί όλοι με νομίζουν σνομπ και ότι κάνω ζωή jet set. Όλοι νομίζουν ότι είμαι Ύδρα, Παρίσι, Αθήνα. Και είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα!
Δεν θέλατε να βλέπετε ανθρώπους.
- Δεν μπορούσα. Η κατάθλιψη είναι μια κατάσταση που «δεν μπορείς»! Δεν είναι ότι «δεν θέλεις», είναι πολύ πιο βαθύ. Κακός ύπνος, μεγάλο άγχος…
Κλειστά παράθυρα…
- Για ένα διάστημα ναι, κλειστά παράθυρα.
Αλκοόλ;
- Ποτέ. Δεν έπινα ποτέ, ούτε ναρκωτικά, ούτε τίποτα.
Τι θα μπορούσε ίσως να σας βγάλει απ’ αυτή την κατάσταση; Ένας άντρας, θα μπορούσε;
- Όχι, όχι τότε. Ένας άνδρας, ένας υπέροχος άνδρας, ήταν τότε πολύ ερωτευμένος μαζί μου, και δεν μπορούσα, δεν είναι ότι δεν ήθελα, δεν μπορούσα να βγω έξω από το σπίτι. Μου διάβαζε τα αγαπημένα μου παραμύθια, την «Μικρή Πριγκίπισσα» και την «Αλίκη των θαυμάτων». Δυο χρόνια προσπάθησε, με λάτρευε.
Ποιόν είχατε στο πλευρό σου τα πρώτα χρόνια της αρρώστιας;
- Την μητέρα μου, από την ώρα που αρρώστησα δεν έφυγε από δίπλα μου. Τότε με αγάπησε. Τότε μόνο. Άφησε τα πάντα, τους φίλους της, τις σχέσεις της, τα πάντα.
Ήταν αργά όμως.-
Ήταν αργά. Την λάτρευα την μητέρα μου. Παρόλα αυτά που έχω γράψει στο «Μαμά», την λάτρευα.
Στο βιβλίο σας βγαίνει λατρεία, αλλά βγαίνει και θυμός.-
Μεγάλος θυμός, αλλά και λατρεία, αυτά τα δυο είχα για την μητέρα μου.
Ο Θεός είναι κουρασμένος. Έτσι γράφατε. Έχετε αλλάξει άποψη γι’ αυτό;
- ΄Έχω αλλάξει άποψη ναι, γιατί αν είναι Θεός δεν θα κουραστεί ποτέ, ότι και αν κάνουμε εμείς.
Ήσασταν η ωραιότερη γυναίκα της Αθήνας μου έχουν πει.-
Ήμουν όμορφη ναι. Με ερωτευθήκανε πολλοί άνδρες, εννοώ έρωτα μεγάλο, όχι για ένα βράδυ. Δεν δινόμουν όμως εύκολα, είχα ένα κράτημα, ίσως απ’ όσα είχα περάσει.
Αν δεν είχατε πάει με την μητέρα σας στη Γαλλία;
- Θα είχα σωθεί νομίζω. Θα ζούσα εδώ με την γιαγιά μου. Μαζί της πέρασα και τα χρόνια της εφηβείας, όχι πια με τους Σαρτρ, και τους Καμί, αλλά με τα φλερτ μου με τις φίλες μου. Τα χρόνια εκείνα, ήταν τα μόνα ωραία χρόνια.
Η μητέρα της Μαργαρίτα Λυμπεράκη είχε την κακή ιδέα να της δώσει το δικό της όνομα. Και μπορεί ο Σικελιανός –φίλος στενός της Λυμπεράκη- να αστειευόταν και να μιλούσε για «πνευματική δυναστεία», όμως η μικρή Μαργαρίτα μεγάλωσε χωρίς δικό της όνομα. Ανάμεσα σε «ιερά τέρατα».
Ο θείος της Γιάννης Μόραλης, η θείας της Αγλαΐα Λυμπεράκη η γλύπτρια και το Παρίσι στην δεκαετία του ‘60 ο Σαρτρ, η Μποβουάρ, ο Καμί, ο Πικάσο.
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος», το πρώτο της βιβλίο μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες. Το «Ναι» το έγραψε σε ψυχιατρική κλινική, άρρωστη πολύ. «Ο υπνοβάτης» πήρε το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στην Γαλλία. Το “Lee και Lou” «ισοπέδωσε» το Κολωνάκι. Όλα λοιπόν έπρεπε να τα περιμένω χτυπώντας το κουδούνι της. Μου άνοιξε μόνη της όμως. Μια σκυλίτσα η Lou φώναζε, στο μπαλκόνι είχε λίγα λουλούδια και στους τοίχους φωτογραφίες της νιότη της. Τα ωραιότερα μάτια της Αθήνας – έτσι μου είχαν πει- δεν ήταν σκοτεινά ούτε περιπαιχτικά.
Να αρχίσουμε λοιπόν με το μεγάλο σας μυστικό.-
Ναι. Αποφάσισα να βγω και να μιλήσω για την μανιοκατάθλιψη που είχα πάρα πολλά χρόνια, όχι για να εκτονωθώ, αλλά για να βοηθήσω τους ανθρώπους που την έχουν. Είναι μια αρρώστια φοβερή, αλλά πρέπει να μην το βάζουν κάτω. Να ζήσουν, να ερωτευθούν, να γράψουν, να ταξιδέψουν. Όλα γίνονται.
Πότε καταλάβατε ότι είχατε αυτή την αρρώστια;
- 24 χρονών. Κλείστηκα σπίτι, φάρμακα, μετά κλινικές. Θέλω να κατηγορήσω, εκείνους τους γιατρούς για την αδιαφορία τους, για την ειρωνεία τους, απέναντι στους αρρώστους. Είναι ντροπή τους. Σαν να μας ήμασταν κατώτερο είδος, ένας ρατσισμός αφάνταστος. Οι νοσοκόμες μας φερόντουσαν σαν να ήμασταν ζώα.
Και πως αντέξατε;-
Μόλις μου βγάζανε τον ορό, έτρεχα στο τραπέζι και έγραφα. Τότε έγραψα το «Ναι». Αυτό το βιβλίο μου έσωσε την ζωή.
Υπήρξε αφορμή για την εκδήλωση της αρρώστιας;-
Όχι καμία. Είναι μια αρρώστια βιολογική δεν είναι ψυχολογική. Κάτι πειράζεται στον εγκέφαλο.
Τώρα πίνετε φάρμακα;- Πολύ λίγα πια. Πριν έπαιρνα 17.
Πως τα καταφέρατε και γράψατε 6 βιβλία; -
Πολλοί σημαντικοί συγγραφείς είχαν αυτή την αρρώστια και μεγάλοι ζωγράφοι. Ο Γκρέκο, ο Βαν Γκογκ, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Τένεσι Γουίλιαμς, η Σίλβια Πλάθ. Εγώ γράφω βιβλία από 7 χρονών, βιβλία για παιδιά. Την «Κασσάνδρα» την έγραψα στα 21 μου, τότε ήμουν ακόμη καλά. Μετά όποτε συνερχόμουν λίγο από την αρρώστια, έγραφα. Ή έγραφα άρρωστη.
Ο βραβευμένος «Υπνοβάτης» πως γράφτηκε;-
Στην Ύδρα ένα χειμώνα μόνη μου. Τα βράδια έπαιζα πόκερ με 12 ξένους, πλούσιους γέρους -τους πήρα μέχρι και τα ασημένια μαχαιροπίρουνα - και το πρωί έγραφα.
Πείτε μου για την βραβεύση σας.-
Ήταν το 1988, το ήξερα ότι ήμουν υποψήφια για το γαλλικό βραβείο - για το καλύτερο ξένο βιβλίο - ένα χρόνο πριν το έχει πάρει ο Μαρκές με τα «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Καθόμουν σπίτι και έβλεπα στο DVD ένα θρίλερ του Μπράιν ντε Πάλμα με τον Μάϊκλ Κέιν. Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν το σηκώνω, συνεχίζει να χτυπάει και ακούω μια φωνή από το υπερπέραν να μου φωνάζει, «κερδίσατε το βραβείο του καλύτερου ξένου βιβλίου, μεθαύριο πρέπει να είσθε στο Παρίσι για την απονομή και το πάρτι». Μιλάω και με την ΕΡΤ και μου λένε «πάρτε ένα ταξί και ελάτε αμέσως για το δελτίο»! Βάζω ένα πουλόβερ, ένα παντελόνι, άβαφη, αχτένιστη και τρέχω για το δελτίο. Από μέσα φορούσα το νυχτικό!
Που μεγαλώσατε;
- Ανάμεσα στο Παρίσι και την Αθήνα. 8 χρονών γνώρισα τον Καμί. Βέβαια ήμουν μικρή για να καταλάβω ποιους ανθρώπους είχα απέναντι μου. Θυμάμαι τον Σάρτρ στο καφενείο να καπνίζει ακατάπαυστα «Γκουλουάζ». Τα έβαζε στο στόμα από την δεξιά μεριά και μιλούσε, μιλούσε. Πίσω σε ένα τραπέζι μόνη της καθόταν πάντα η Μποβουάρ. Έγραφε δεν ήταν πολύ της παρέας.
Πώς είχατε βρεθεί στο Παρίσι;
- Η μητέρα μου ζούσε εκεί. «Τα ψάθινα καπέλα» που είχε γράψει η μητέρα μου Μαργαρίτα Λυμπεράκη της τα εξέδωσε ο Αλμπέρτ Καμί. Ο Καμί ερχόταν στο σπίτι μας για να φάει με την μητέρα μου και μου έλεγε «κακομοίρα Μαργαρίτα είσαι στο σκοτεινό Παρίσι και όχι στο φως της Αττικής». Μου το έλεγε κάθε βράδυ αυτό.
Ο πατέρας σου;-
Α ο πατέρας μου ήταν ένας πολύ ωραίος άντρας, αλλά ήταν ένας play boy, δεν τον έβλεπα πολύ. Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν 8 μηνών και τον έβλεπα πάντα σαν ένα πρίγκιπα. Έπαιζε συνεχώς στις κούρσες και μια φορά θυμάμαι πήρε την γιαγιά μου και της είπε «Σαπφώ έχασα το σπίτι στην Εκάλη». Και λέει η γιαγιά μου, «τι έγινε κάηκε»; «Όχι το έπαιξα στις κούρσες».
Πέστε μου για τα χρόνια της κατάθλιψης.-
Έζησα σε μεγάλη απομόνωση πολλά χρόνια. Γινόμουν καλά για 3, 4 μήνες και μετά πάλι αρρώσταινα. Τριάντα χρόνια η ίδια ιστορία. Τώρα γελάω, γιατί όλοι με νομίζουν σνομπ και ότι κάνω ζωή jet set. Όλοι νομίζουν ότι είμαι Ύδρα, Παρίσι, Αθήνα. Και είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα!
Δεν θέλατε να βλέπετε ανθρώπους.
- Δεν μπορούσα. Η κατάθλιψη είναι μια κατάσταση που «δεν μπορείς»! Δεν είναι ότι «δεν θέλεις», είναι πολύ πιο βαθύ. Κακός ύπνος, μεγάλο άγχος…
Κλειστά παράθυρα…
- Για ένα διάστημα ναι, κλειστά παράθυρα.
Αλκοόλ;
- Ποτέ. Δεν έπινα ποτέ, ούτε ναρκωτικά, ούτε τίποτα.
Τι θα μπορούσε ίσως να σας βγάλει απ’ αυτή την κατάσταση; Ένας άντρας, θα μπορούσε;
- Όχι, όχι τότε. Ένας άνδρας, ένας υπέροχος άνδρας, ήταν τότε πολύ ερωτευμένος μαζί μου, και δεν μπορούσα, δεν είναι ότι δεν ήθελα, δεν μπορούσα να βγω έξω από το σπίτι. Μου διάβαζε τα αγαπημένα μου παραμύθια, την «Μικρή Πριγκίπισσα» και την «Αλίκη των θαυμάτων». Δυο χρόνια προσπάθησε, με λάτρευε.
Ποιόν είχατε στο πλευρό σου τα πρώτα χρόνια της αρρώστιας;
- Την μητέρα μου, από την ώρα που αρρώστησα δεν έφυγε από δίπλα μου. Τότε με αγάπησε. Τότε μόνο. Άφησε τα πάντα, τους φίλους της, τις σχέσεις της, τα πάντα.
Ήταν αργά όμως.-
Ήταν αργά. Την λάτρευα την μητέρα μου. Παρόλα αυτά που έχω γράψει στο «Μαμά», την λάτρευα.
Στο βιβλίο σας βγαίνει λατρεία, αλλά βγαίνει και θυμός.-
Μεγάλος θυμός, αλλά και λατρεία, αυτά τα δυο είχα για την μητέρα μου.
Ο Θεός είναι κουρασμένος. Έτσι γράφατε. Έχετε αλλάξει άποψη γι’ αυτό;
- ΄Έχω αλλάξει άποψη ναι, γιατί αν είναι Θεός δεν θα κουραστεί ποτέ, ότι και αν κάνουμε εμείς.
Ήσασταν η ωραιότερη γυναίκα της Αθήνας μου έχουν πει.-
Ήμουν όμορφη ναι. Με ερωτευθήκανε πολλοί άνδρες, εννοώ έρωτα μεγάλο, όχι για ένα βράδυ. Δεν δινόμουν όμως εύκολα, είχα ένα κράτημα, ίσως απ’ όσα είχα περάσει.
Αν δεν είχατε πάει με την μητέρα σας στη Γαλλία;
- Θα είχα σωθεί νομίζω. Θα ζούσα εδώ με την γιαγιά μου. Μαζί της πέρασα και τα χρόνια της εφηβείας, όχι πια με τους Σαρτρ, και τους Καμί, αλλά με τα φλερτ μου με τις φίλες μου. Τα χρόνια εκείνα, ήταν τα μόνα ωραία χρόνια.
Διαβάστε και μια προηγούμενη ανάρτηση που είχα κάνει για την Μαργαρίτα ... με βίντεο της τελευταίας συνέντευξης πριν πεθάνει ...