«Ο θάνατος μιας γυναίκας είναι, αναμφίβολα, το πιο ποιητικό θέμα στον κόσμο» Ε.Α. Πόε.
[Από την Αργυρώ Μποζώνη] Πηγή: www.lifo.gr
[Από την Αργυρώ Μποζώνη] Πηγή: www.lifo.gr
Ως πρόλογο επαναλαμβάνω αυτό που έγραψα και για τη Σάρα Κέιν: Τρεφόμαστε από την ιδέα των ρομαντικών ηρώων. Εμπνεόμαστε από εικόνες σαν αυτή της Σύλβια Πλαθ. Ένα σύμβολο ταλέντου, ομορφιάς και νεότητας. Έτσι, υπάρχει πάντα αυτή η επικίνδυνη, τραγική παρεξήγηση: Να βλέπουμε τα έργα τους σαν μια προετοιμασία για το τέλος, ή σαν μέρος του δραματικού τους τέλους. Μια τέτοια ρομαντική ηρωίδα του 20ου αιώνα είναι η Μαρία Πολυδούρη.
Η Ελληνίδα ρομαντική ποιήτρια. Αλλά και μια μορφή της μεσοπολεμικής αβάν-γκαρντ. Διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο. Περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον Καρυωτάκη και λιγότερο –σε πολλούς και για πολλά χρόνια- για την ποίησή της. Την οποία πάλι σε συνάρτηση με τον ιδιοφυή ποιητή κοιτάζουμε συνήθως. Και σε σύγκριση με τη δική του θα τολμούσα να πω.
Η Πολυδούρη δεν ήταν μια περίπτωση μελαγχολικού ατόμου. Αντιθέτως. Κινήθηκε και συμπεριφέρθηκε με φλόγα και ορμή σε όλη της τη ζωή. Ας γυρίσουμε πίσω στα 1920. Η Πολυδούρη είναι 18 ετών. Χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Τον ίδιο χρόνο γράφεται στη Νομική και μετατίθεται από την Νομαρχία Μεσσηνίας στην Νομαρχία Αττικής. Να σημειώσουμε ότι το 1928 (οκτώ χρόνια αργότερα) το ποσοστό των αναλφαβήτων ανδρών στην Ελλάδα είναι 36,23% και των γυναικών 64,04%.
Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εικοσάχρονες της εποχής της, η Πολυδούρη είναι ελεύθερη. Δε την δεσμεύει καμία κοινωνική σύμβαση προερχόμενη από το οικογενειακό περιβάλλον. Εδώ αρχίζει και η μοναχική της πορεία. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», γράφει στο ημερολόγιό της. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Οι νεαροί γύρω της συνωστίζονται ασταμάτητα. Καπνίζει. Γράφει ποίηση αντί να κεντάει. Συμπαθεί τους μπολσεβίκους. Μεταφράζει τους καταραμένους γάλλους ποιητές. Είναι μια γυναίκα που πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων .
Αυτό δεν είναι προφίλ μιας νέας κοπέλας της εποχής. Είναι μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτή είναι η εικόνα. Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, έναν ήδη φτασμένο ποιητή και η ομολογία αυτής της σχέσης είναι ένα θέμα συζήτησης στα σαλόνια. Μη ξεχνιόμαστε. Η Αθήνα είναι ένα μικρό χωριό που ζει τις ημέρες μετά την κατάρρευση της εθνικής ιδέας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα γαλλικά έθιμα που επιθυμεί να έχει, παράλληλα με τη υποδοχή των προσφύγων. Η Πολυδούρη ζει μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της είναι ασύλληπτη. Η Πολυδούρη βασανίζεται. Από τον ανολοκλήρωτο έρωτα για τον Καρυωτάκη, από το σύντομο ειδύλλιό τους, από το αδιέξοδο που της δημιουργεί η σχέση τους. Ασφυκτιά στο δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, κάποια στιγμή απολύεται.
Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια και ίσως αυτό είναι το καμπανάκι για την φυματίωση. Νοιώθει απογοήτευση και η συμπεριφορά της εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια στα τέλη του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς πιτσιρίκα, ποιήτρια, λογοτέχνης, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη είναι μια καταραμένη περίπτωση. Έχει μεταφράσει στα 15 της Σαπφώ. Ποιητική φύση μεν, αλλά κοινωνικά μη αποδεκτή.
Επιστρέφει από το Παρίσι με φυματίωση, άφραγκη, ταπεινωμένη, το 1928. Εισάγεται στη Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, πριν ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί τον Ιούλιο του 28. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Αν σήμερα, ακόμα, συζητάμε για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την πράξη τον ποιητή, σκεφθείτε αυτή τη νέα ερωτευμένη μαζί του γυναίκα, τη μόνη που γνώριζε το μυστικό της ασθένειάς του. Στη Σωτηρία τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει. Γράφει ασταμάτητα. Εγχειρίζεται και επιδεινώνεται η υγεία της. Ενώ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση εκδίδεται και η πρώτη και η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και η «Ηχώ στο χάος». Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Αρκεί να διαβάσετε τις λεπτομέρειες τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος» , στο επίμετρο του βιβλίου που κυκλοφόρησε από την Εστία «Μαρία Πολυδούρη-
Τα ποιήματα». Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, κολλητικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο είναι ένα αξιοθέατο. Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει. Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της «Σωτηρίας», η σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Κ. Παπαδάκης, ο Π. Κριναίος, ο Μίνως Ζώτος και άλλοι νεαροί ποιητές, γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές
Είναι βέβαιον ότι η ζωή της Πολυδούρη θα μπορούσε να παραταθεί αν υπήρχαν χρήματα, αν είχε μια καλύτερη περίθαλψη, αν είχε καλύτερη τροφή και τα ακριβά φάρμακα της εποχής. Υπήρχε και η κοινωνική αντίληψη που έλεγε ότι η Πολυδούρη ήταν μια κοπέλα που δεν πρόσεχε. Τα έπαθε, επειδή ζούσε μια έκλυτη ζωή, σχεδόν της άξιζε. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το πόσο απροστάτευτη είναι. Και πόσο μόνη. Δεν υπήρχε στην περίπτωσή της ένας ισχυρός ιστός προστασίας, ούτε οικογένεια, ούτε συγγενείς. Τα αδέρφια της μόνο, νεαρά παιδιά και αυτά. Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. «Έκανε κάθε λογής καταχρήσεις. Έπινε, γλεντούσε, χόρευε μέχρι το πρωί, αλητόφερνε. Εκεί σε ένα κρεβάτι της τρίτης θέσης δεχόταν τις επισκέψεις του Καρυωτάκη και όταν αυτός αυτοκτόνησε και άλλων φίλων της». « Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη που πεθαίνει τρελή στη Σωτηρία». «Μια ζωή που σβήνει σε λουλούδια και στίχους. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί». Ενα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες πιο βρώμικες. «Της δίνουν ηρωΐνη και άλλα δηλητήρια». Στον «Ημερήσιο Τύπο», τα νέα της από το Σωτηρία, βρίσκονται ακριβώς πλάι στα σχόλια για την κοσμική κίνηση. «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;» γράφει σε μια επιστολή της στον φίλο της Γ. Χονδρογιάννη.
Οι πλούσιοι της εποχής και οι σνομπ αγαπούσαν την «εκκεντρικά ποιοτική» φιγούρα της αλλά όχι την ίδια. Ο στενός της κύκλος δεν είχε εύπορους. Οι πλούσιοι δεν είχαν λόγο να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Υπήρχε για αρκετά χρόνια ο μύθος πως τάχα ο Σικελιανός, ο οποίος είχε πολλά χρήματα, φρόντισε για τη μεταφορά της, λίγο πριν το τέλος σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Δεν είναι αληθές. Για τη μεταφορά της φρόντισε ο πρώην αρραβωνιαστικός της σε απόλυτη μυστικότητα. Και αυτό γιατί λίγο πριν, ο επίσης πλούσιος ποιητής Κώστας Ουράνης έκανε μια άκομψη κίνηση δημοσιεύοντας στο «Ελεύθερο Βήμα» μια έκκληση προς τους ανθρώπους του πνεύματος «να μην αφήσουν τη νέα ποιήτρια να χαθεί και να φροντίσουν για τη μεταφορά της στο φθισιατρείο της Πάρνηθας». Χοντράδα. Ο Ουράνης μπορούσε και αλλιώς. Όταν έφτασαν τα νέα στην Πολυδούρη εξοργίστηκε. Απαγορεύει τη διενέργεια οποιουδήποτε εράνου. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τόσο νωρίς επειδή ήταν φτωχή. Πρώτα η φτώχεια και μετά η φυματίωση.
Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν είχε το τέλος σαν σκοπό. Έβλεπε το τέλος και πήγαινε τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Η ασθένειά της ήταν δυστυχώς, ο κινητήριος μοχλός της τόσο πυρετικής της δημιουργίας. Σήμερα, 84 χρόνια μετά από το θάνατό της, μπορούμε να σκύψουμε καθαρά επάνω στο έργο της, το οποίο είναι σαφώς συνδεδεμένο με τη ζωή της και την αγέραστη προσωπικότητά της και σαφώς ανώτερο από αυτήν. Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα. Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου. Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.
Πηγή: http://www.lifo.gr/team/selides/46710
Αν ζούσε σήμερα ... δεν θα έλεγε ποτέ Χρόνια Πολλά στον Εαυτό της ... και ούτε θα Εκθείαζε τις Γυναίκες στις 8 Μαρτίου ... όπως όλες οι Επηρμένες ... που επειδή φέρουν ένα Αιδοίο στα σκέλια τους ... νομίζουν ότι πρέπει να τις κουβαλάμε σε Θρόνο σαν την Κλεοπάτρα ...
Δεν τα χρειαζόταν όλα αυτά ... Τα Θεωρούσε Περιττά ... Όποια τα Έχει ... δεν χρειάζεται να τα Διαφημίζει !!!
Η Ελληνίδα ρομαντική ποιήτρια. Αλλά και μια μορφή της μεσοπολεμικής αβάν-γκαρντ. Διανοούμενη που την κυβερνά το ένστικτο. Περισσότερο γνωστή για την ερωτική της σχέση με τον Καρυωτάκη και λιγότερο –σε πολλούς και για πολλά χρόνια- για την ποίησή της. Την οποία πάλι σε συνάρτηση με τον ιδιοφυή ποιητή κοιτάζουμε συνήθως. Και σε σύγκριση με τη δική του θα τολμούσα να πω.
Η Πολυδούρη δεν ήταν μια περίπτωση μελαγχολικού ατόμου. Αντιθέτως. Κινήθηκε και συμπεριφέρθηκε με φλόγα και ορμή σε όλη της τη ζωή. Ας γυρίσουμε πίσω στα 1920. Η Πολυδούρη είναι 18 ετών. Χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Τον ίδιο χρόνο γράφεται στη Νομική και μετατίθεται από την Νομαρχία Μεσσηνίας στην Νομαρχία Αττικής. Να σημειώσουμε ότι το 1928 (οκτώ χρόνια αργότερα) το ποσοστό των αναλφαβήτων ανδρών στην Ελλάδα είναι 36,23% και των γυναικών 64,04%.
Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εικοσάχρονες της εποχής της, η Πολυδούρη είναι ελεύθερη. Δε την δεσμεύει καμία κοινωνική σύμβαση προερχόμενη από το οικογενειακό περιβάλλον. Εδώ αρχίζει και η μοναχική της πορεία. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», γράφει στο ημερολόγιό της. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Οι νεαροί γύρω της συνωστίζονται ασταμάτητα. Καπνίζει. Γράφει ποίηση αντί να κεντάει. Συμπαθεί τους μπολσεβίκους. Μεταφράζει τους καταραμένους γάλλους ποιητές. Είναι μια γυναίκα που πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων .
Αυτό δεν είναι προφίλ μιας νέας κοπέλας της εποχής. Είναι μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτή είναι η εικόνα. Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, έναν ήδη φτασμένο ποιητή και η ομολογία αυτής της σχέσης είναι ένα θέμα συζήτησης στα σαλόνια. Μη ξεχνιόμαστε. Η Αθήνα είναι ένα μικρό χωριό που ζει τις ημέρες μετά την κατάρρευση της εθνικής ιδέας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα γαλλικά έθιμα που επιθυμεί να έχει, παράλληλα με τη υποδοχή των προσφύγων. Η Πολυδούρη ζει μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της είναι ασύλληπτη. Η Πολυδούρη βασανίζεται. Από τον ανολοκλήρωτο έρωτα για τον Καρυωτάκη, από το σύντομο ειδύλλιό τους, από το αδιέξοδο που της δημιουργεί η σχέση τους. Ασφυκτιά στο δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, κάποια στιγμή απολύεται.
Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια και ίσως αυτό είναι το καμπανάκι για την φυματίωση. Νοιώθει απογοήτευση και η συμπεριφορά της εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια στα τέλη του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς πιτσιρίκα, ποιήτρια, λογοτέχνης, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη είναι μια καταραμένη περίπτωση. Έχει μεταφράσει στα 15 της Σαπφώ. Ποιητική φύση μεν, αλλά κοινωνικά μη αποδεκτή.
Επιστρέφει από το Παρίσι με φυματίωση, άφραγκη, ταπεινωμένη, το 1928. Εισάγεται στη Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, πριν ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί τον Ιούλιο του 28. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Αν σήμερα, ακόμα, συζητάμε για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την πράξη τον ποιητή, σκεφθείτε αυτή τη νέα ερωτευμένη μαζί του γυναίκα, τη μόνη που γνώριζε το μυστικό της ασθένειάς του. Στη Σωτηρία τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει. Γράφει ασταμάτητα. Εγχειρίζεται και επιδεινώνεται η υγεία της. Ενώ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση εκδίδεται και η πρώτη και η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και η «Ηχώ στο χάος». Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Αρκεί να διαβάσετε τις λεπτομέρειες τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος» , στο επίμετρο του βιβλίου που κυκλοφόρησε από την Εστία «Μαρία Πολυδούρη-
Τα ποιήματα». Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, κολλητικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο είναι ένα αξιοθέατο. Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει. Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της «Σωτηρίας», η σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Κ. Παπαδάκης, ο Π. Κριναίος, ο Μίνως Ζώτος και άλλοι νεαροί ποιητές, γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές
Είναι βέβαιον ότι η ζωή της Πολυδούρη θα μπορούσε να παραταθεί αν υπήρχαν χρήματα, αν είχε μια καλύτερη περίθαλψη, αν είχε καλύτερη τροφή και τα ακριβά φάρμακα της εποχής. Υπήρχε και η κοινωνική αντίληψη που έλεγε ότι η Πολυδούρη ήταν μια κοπέλα που δεν πρόσεχε. Τα έπαθε, επειδή ζούσε μια έκλυτη ζωή, σχεδόν της άξιζε. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το πόσο απροστάτευτη είναι. Και πόσο μόνη. Δεν υπήρχε στην περίπτωσή της ένας ισχυρός ιστός προστασίας, ούτε οικογένεια, ούτε συγγενείς. Τα αδέρφια της μόνο, νεαρά παιδιά και αυτά. Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. «Έκανε κάθε λογής καταχρήσεις. Έπινε, γλεντούσε, χόρευε μέχρι το πρωί, αλητόφερνε. Εκεί σε ένα κρεβάτι της τρίτης θέσης δεχόταν τις επισκέψεις του Καρυωτάκη και όταν αυτός αυτοκτόνησε και άλλων φίλων της». « Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη που πεθαίνει τρελή στη Σωτηρία». «Μια ζωή που σβήνει σε λουλούδια και στίχους. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί». Ενα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες πιο βρώμικες. «Της δίνουν ηρωΐνη και άλλα δηλητήρια». Στον «Ημερήσιο Τύπο», τα νέα της από το Σωτηρία, βρίσκονται ακριβώς πλάι στα σχόλια για την κοσμική κίνηση. «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;» γράφει σε μια επιστολή της στον φίλο της Γ. Χονδρογιάννη.
Οι πλούσιοι της εποχής και οι σνομπ αγαπούσαν την «εκκεντρικά ποιοτική» φιγούρα της αλλά όχι την ίδια. Ο στενός της κύκλος δεν είχε εύπορους. Οι πλούσιοι δεν είχαν λόγο να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Υπήρχε για αρκετά χρόνια ο μύθος πως τάχα ο Σικελιανός, ο οποίος είχε πολλά χρήματα, φρόντισε για τη μεταφορά της, λίγο πριν το τέλος σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Δεν είναι αληθές. Για τη μεταφορά της φρόντισε ο πρώην αρραβωνιαστικός της σε απόλυτη μυστικότητα. Και αυτό γιατί λίγο πριν, ο επίσης πλούσιος ποιητής Κώστας Ουράνης έκανε μια άκομψη κίνηση δημοσιεύοντας στο «Ελεύθερο Βήμα» μια έκκληση προς τους ανθρώπους του πνεύματος «να μην αφήσουν τη νέα ποιήτρια να χαθεί και να φροντίσουν για τη μεταφορά της στο φθισιατρείο της Πάρνηθας». Χοντράδα. Ο Ουράνης μπορούσε και αλλιώς. Όταν έφτασαν τα νέα στην Πολυδούρη εξοργίστηκε. Απαγορεύει τη διενέργεια οποιουδήποτε εράνου. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τόσο νωρίς επειδή ήταν φτωχή. Πρώτα η φτώχεια και μετά η φυματίωση.
Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν είχε το τέλος σαν σκοπό. Έβλεπε το τέλος και πήγαινε τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Η ασθένειά της ήταν δυστυχώς, ο κινητήριος μοχλός της τόσο πυρετικής της δημιουργίας. Σήμερα, 84 χρόνια μετά από το θάνατό της, μπορούμε να σκύψουμε καθαρά επάνω στο έργο της, το οποίο είναι σαφώς συνδεδεμένο με τη ζωή της και την αγέραστη προσωπικότητά της και σαφώς ανώτερο από αυτήν. Και τώρα, κλείστε ερμητικά τις θύρες. Τελειώσαν όλα. Να φύγουν κι οι στερνοί, να μείνω μοναχή μου. Όλα δικά μου ήταν εδώ μέσα κι όλα μου λείψαν κι έμεινε τόσο απίστευτα μοναχική η ψυχή μου.
Πηγή: http://www.lifo.gr/team/selides/46710
Αν ζούσε σήμερα ... δεν θα έλεγε ποτέ Χρόνια Πολλά στον Εαυτό της ... και ούτε θα Εκθείαζε τις Γυναίκες στις 8 Μαρτίου ... όπως όλες οι Επηρμένες ... που επειδή φέρουν ένα Αιδοίο στα σκέλια τους ... νομίζουν ότι πρέπει να τις κουβαλάμε σε Θρόνο σαν την Κλεοπάτρα ...
Δεν τα χρειαζόταν όλα αυτά ... Τα Θεωρούσε Περιττά ... Όποια τα Έχει ... δεν χρειάζεται να τα Διαφημίζει !!!