********* ********************** DSV Blog

Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2009

Αύριο το Βίντεο για το Αφιέρωμα των 200 Αναρτήσεων...

Δεν θα μπορούσε το Blog μου να συμπληρώσει τις 200 Αναρτήσεις χωρίς κάτι από την Κάκια.

Υπάρχουν και άλλες αναρτήσεις που αναφέρονται σε αυτήν αλλά η σημερινή (προηγούμενη) είναι η Ψυχή και η Καρδιά της.

Αύριο θα αναρτηθεί ένα βίντεο φτιαγμένο από εμένα με πολλή Αγάπη και Μεράκι. Κάτι για να γιορτάσω μαζί σας τις 200 αναρτήσεις που κλείνει το Blog μου.


Από τώρα σας το λέω ότι αυτό το βίντεο είναι...

ότι ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΧΩ ΚΑΝΕΙ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ ΣΤΟ BLOG !!!


Υ.Γ. Εδώ και μια εβδομάδα στο Blog μου υπάρχει και η δυνατότητα σχολίων. Θα χαρώ πολύ να σχολιάσετε... με αγάπη !!!







Share to Facebook (Αν θέλετε να κάνετε Share μόνο τη συγκεκριμένη Ανάρτηση, τότε κάνετε κλικ στον Τίτλο της και μετά πατάτε το κουμπί του Share)

Bookmark and Share
Για σχόλια πατήστε στην λέξη .... " σχόλια "

Στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά!

Από την Κάκια Τσάτσου...

Μόλις γεννήθηκε εκείνη τη μαγιάτικη μέρα, δεν πρόλαβε να πάρει την πρώτη του ανάσα και τον έπνιξαν στα φιλιά! Ήταν ένα ροδαλό μικρούτσικο αγοράκι, το πρώτο που ήρθε να δημιουργήσει την οικογένεια -γιατί την οικογένεια, την κάνουν τα παιδιά, η απόκτησή τους, δηλαδή, διαφορετικά, μιλάμε για μια δυαδική, συντροφική σχέση- χαριτωμένο, όμορφο, με την αφοπλιστική αθωότητα που έχουν όλα τα μωρά στο βλέμμα τους, φυσικό ήταν να σε προκαλεί να το πάρεις αγκαλιά, να το χαϊδέψεις, να το κανακέψεις και, βέβαια, να το φιλήσεις. Απαλά. Προσεκτικά. Ανεπαίσθητα.

Εντάξει. Έτσι γίνεται συνήθως. Μα με ετούτο εδώ το αγοράκι, ήταν άλλο πράγμα! Το έπνιξαν το ψυχάκι στα φιλιά! Η μάνα του, δηλαδή... Εκείνη κυρίως. Δεν το άφηνε σε ησυχία! Μικρή πολύ στην ηλικία η ίδια, το έβλεπε στην αρχή σαν το ζωντανό της παιχνίδι. Και μαζί με τα φιλιά, έκανε και κάτι άλλο: κρατούσε το δάχτυλό της όσο δυνατά γινόταν να μην πονάει ο μπέμπης στο σαγονάκι του, εκεί που αδιόρατα άρχισε να σχηματίζεται ένα λακκάκι! Έτσι -έλεγε- θα γίνει κανονικό λακκάκι στο σαγόνι του και θα 'ναι πολύ πιο όμορφο!


Λακκάκι έγινε, αλλά μάλλον όχι από το δάχτυλο της Μαρίκας, κι ας καμάρωνε εκείνη ότι ήταν δικό της επίτευγμα! Και δώσ' του να το φιλάει το μωρό ασταμάτητα! Το ρουφούσε, στην κυριολεξία! Κι ο μικρός "πασάς" της νεαρής Μαρίκας, μαζί με το γάλα του στήθους της, ρουφούσε και τα φιλιά της. Κι έτσι, όπως όλα τα μωρά, έμαθε κι εκείνο από την πρώτη του ανάσα, να περιμένει τα φιλιά. Δικαιωματικά. Σαν να του τα όφειλαν όλοι όσους θα αγαπούσε στο μέλλον.

Λίγο αργότερα, η οικογένεια "αυγάτισε". Μεγάλωσε, δηλαδή. Ήρθε μία κόρη, και στην τρίτη γέννα, ήρθε και άλλη μία κόρη, να διαψεύσει τις ελπίδες και την προσδοκία του πατέρα για έναν δεύτερο γιο. Τελικά, αυτή έγινε η αγαπημένη του. Η "αδυναμία" του, όπως λέμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αγαπούσε και την άλλη. Στις γυναίκες, λοιπόν, της ζωής του μωρού, ήρθαν και προστέθηκαν και άλλες δύο, που σιγά-σιγά, καθώς μάθαιναν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα και να ψελλίζουν τις πρώτες τους λέξεις, έμαθαν κι εκείνες να τον πνίγουν στα φιλιά! Βάλε και τις γιαγιές, τις θείες, τις μεγαλύτερες ξαδερφούλες, τις κομπάρες, τις γειτόνισσες, τις συμπεθέρες... Το μικρό αγοράκι δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα φιλιά τους. Μερικές φορές μόνο, με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπιζε τα μαγουλάκια του από τα κραγιόν ή και τα σάλια των απρόσεκτων κυριών. Εκείνες ούτε που το πρόσεχαν αυτό!

Το αγοράκι, μεγάλωνε. Η Μαρίκα, η μάνα του, το αποκαλούσε "πασάκο μου". Και του φερόταν σαν σε πασά, σε άρχοντα. Του πήραν ένα αλογάκι, εκείνα τα από πεπιεσμένο χαρτί υπέροχα αλογάκια, αργότερα ποδηλατάκι. Ο μπέμπης μεγάλωνε, αλλά είχε πλέον και... υποχρεώσεις: πρόσεχε τα κορίτσια, εσύ που είσαι μεγάλος! Μεγαλύτερος, εννοούσαν, αλλά έλεγαν "μεγάλος", για να νιώσει έτσι ο μικρός περισσότερο την ευθύνη του. Και αυτό το κουβάλησε υπεύθυνα στις πλάτες του, ακόμα κι όταν "τα κορίτσια" μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους σπιτικά. Εκείνος είχε κρατήσει εκείνες τις λέξεις: "Πρόσεχε τα κορίτσια"! Τις πρόσεχε, τις αγκάλιαζε, τις έδινε και έπαιρνε τα φιλιά τους. Πάντα.

Τις Κυριακές έβγαιναν βόλτα όλοι μαζί, ντυμένοι με τα καλά τους. Πήγαιναν στο μεγάλο πάρκο της πόλης, δίπλα στο ποτάμι. Στο ποτάμι που πολλά χρόνια αργότερα, το αγοράκι θα έπαιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο για τη διάσωσή του. Πήγαιναν, λοιπόν, την κυριακάτικα βόλτα τους, το αγοράκι με μαύρο βελούδινο παντελονάκι, το ίδιο γιλέκο και άσπρο, κάτασπρο πουκαμισάκι, τα κορίτσια με φορεματάκια πιε ντε πουλ με δαντελίτσες και λουλουδάκια, η μαμά με το σαντούκ ταγιέρ της και το μαντό της -απαραίτητο τότε στην επαρχία- ενώ ο πάτερ φαμίλιας φορούσε το κλασικό κυριακάτικο κοστούμι του, με τη μανσέτα του πουκαμίσου να εξέχει ακριβώς ένα εκατοστό από το μανίκι. Φυσικά, γραβάτα και μπουτονιέρα. Ή μαντιλάκι στην τσέπη του σακακιού, πάντα αρωματισμένο με κολόνια.

Στη βόλτα αυτή, συναντούσαν φίλους, συγγενείς, γνωστούς. Όλοι έσκυβαν κι έδιναν φιλιά στον μικρό. Στα κορίτσια ό,τι περίσσευε. Κι αυτό γιατί αμέσως μετά την πρώτη χαιρετούρα και τα πρώτα φιλιά στο αγοράκι, κάτι έλεγε η μαμά, κάτι ο μπαμπάς και... διέκοπταν τη φόρα των φιλιών! Έμενε κάτι στη μέση... Ευτυχώς, για τα κοριτσάκια! Γυρίζοντας στο σπίτι, άντε ξανα-μανά φιλιά από τη μαμά "Μπράβο, που ήσασταν καλά παιδάκια! Μπράβο!" και δώστου ξανά και ξανά φιλιά -κυρίως, όμως, στο γιο. Τον κανακάρη, τον "πασά" της. Δεν ξέρω πόσο απολάμβανε το μικρό αγοράκι τα φιλιά που του δίνονταν. Ξέρω, όμως, ότι χαιρόταν τα φιλιά της μαμάς, του μπαμπά και των κοριτσιών. Γιατί μέσα από αυτά τα φιλιά, έμαθε αργότερα να δίνει και να παίρνει τα φιλιά των προσωπικών επιλογών του. Άλλοτε φιλιά ανιδιοτελή, που έκφραζαν ειλικρινή αγάπη και άλλοτε φιλιά που τον πρόδωσαν.

Πάντως, το αγοράκι εκείνο έμαθε να δίνει φιλιά. Φιλιά αδελφικά, τρυφερά, στοργικά. Φιλιά ερωτικά, με πάθος, φλόγα και ένταση. Φιλιά φιλικά. Τέλος, φιλιά, πατρικά. Και ποτέ μα ποτέ δεν έδωσε "φιλιά του αέρα". Φιλιά "κοινωνικών συναναστροφών", φιλιά υποχρέωσης. Φιλιά "δήθεν". Το αγοράκι με τα γαλανά μάτια, κράτησε την αθωότητα του βρεφικού του βλέμματος μέχρι το τέλος. Κράτησε και χειρίστηκε την εντιμότητα των "έντιμων φιλιών". Ήρθε το σχολείο -Δ' Δημοτικό- το Γυμνάσιο Αρρένων, το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη.

Ο νεαρός άντρας είχε γευτεί πια όλων των ειδών τα φιλιά. Αθώα και ένοχα. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Κι έκανε οικογένεια δική του. Και φίλησε στην κούνια τους τρεις γιους, τον έναν πίσω από τον άλλον. Και με τη δύναμη των φιλιών που πήρε από τη μάνα του στη δική του κούνια, προχωρούσε στη ζωή του δυναμικά, αρχηγικά. Δραστήριος, πληθωρικός, δοτικός, παρών σε κάθε στιγμή που κάποιος τον χρειαζόταν. Παρών με ένα χάδι κι ένα φιλί . Άπλωνε τα χέρια του, έπιανε το πρόσωπό σου με τις δύο μεγάλες παλάμες του, και σου έδινε το πιο "καθαρό" φιλί του κόσμου! "Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι"! Αυτό έλεγε το φιλί του. "Εγώ είμαι εδώ για σένα. Μη φοβάσαι".

Ποτέ δεν θα μάθω αν τα φιλιά που ήξερε να δίνει, ξεκινούσαν από τα φιλιά που πήρε από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Νομίζω, όμως, ότι δεν γίνεται να έχεις πάρει τόση αγάπη "δεδηλωμένη" με τόσα φιλιά και να μη γυρίσεις πίσω όλα αυτά τα φιλιά! Γιατί ο Άκης, το αγοράκι που το γέμισαν φιλιά αγάπης, όσα φιλιά πήρε, τα έδωσε με το παραπάνω! Στην άκρη κάθε του φιλιού, άνθιζε η προσφορά: αγάπη, φιλία, έρωτας... Ό,τι κι αν ήταν, ήταν γνήσιο και καθαρό, απαλλαγμένο από κάθε σκοπιμότητα. Έτσι όπως πρέπει να είναι καθετί που δίνουμε με αγάπη.


Γι' αυτό, στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά.


---------------- D S V ------------------

Η αλήθεια είναι ότι τρέμω και από συγκίνηση αλλά και από ένα γλυκό φόβο για να αποδώσω όσο πιο καλά μπορώ αυτό το πολύ όμορφο κείμενο Καρδιάς. Προσπαθώ να το μεταφέρω χωρίς να το " σπάσω ".

Διαλέγω το τραγούδι.... ένα τραγούδι που μου το είχε στείλει η Κάκια. Είμαι σίγουρος ότι της το σφύριξε ο Άκης από εκεί Ψηλά.

Τον σκέφτομαι (παρόλο που δεν είχα την τιμή να Τον γνωρίσω) να της το τραγουδάει γλυκά, με την παντοτινή φροντίδα του Μεγάλου Αδερφού στην αγαπημένη του Αδερφή...

Για να την προσέχει όταν θα γελά και όταν φοβάται, όταν μεθά κι' όταν λυπάται, όταν κρύβεται στης μοναξιάς τα μέρη ...

Για να φέγγει στη δική της καταχνιά !!!







Τι τραγούδι να σου πω

Τι τραγούδι να σου πω που να σε ξέρει
Να' ναι εκεί όταν γελάς κι όταν φοβάσαι
Να' ναι εκεί όταν μεθάς κι όταν λυπάσαι
Κι όταν κρύβεσαι στης μοναξιάς τα μέρη

Τι τραγούδι να σου πω
Εκεί που πας
Να μη μοιάζει με κανένα
Μα να μοιάζει μ' όλα όσα αγαπάς

Τι τραγούδι να σου πω, που να' χει αέρα
Σαν κι αυτά μες τις κασέτες που' χουν λιώσει
Γιατί πάτησαν το χρόνο, σ' έχουν νιώσει
Πήραν σήκωσαν το φως κι εδώ το φέραν

Τι τραγούδι να σου πω, χωρίς ουσία
Να το φτύνουν οι σοφοί κι οι μπερδεμένοι
Να γεννιέται στα ρηχά κι εκεί να μένει
Να μην έχει ούτε λάμψη, ούτε αξία...

Μα να φέγγει στη δική σου καταχνιά


Στίχοι: Παναγιώτης Κατσιμάνης
Μουσική: Δημήτρης Μητσοτάκης
Πρώτη εκτέλεση: Ενδελέχεια
Άλλες ερμηνείες: Γιάννης Κότσιρας



Share to Facebook (Αν θέλετε να κάνετε Share μόνο τη συγκεκριμένη Ανάρτηση, τότε κάνετε κλικ στον Τίτλο της και μετά πατάτε το κουμπί του Share)

Bookmark and Share
Για σχόλια πατήστε στην λέξη .... " σχόλια "