Θυμάμαι μία φράση που έλεγα σε μια παλιότερη ανάρτηση ... "Τι το ήθελα το Blog?".
Μπορεί να λειτουργεί ως εξαγνιστήριο αφού ότι έχει αυτό το θολωμένο μυαλό το βγάζει σε γράμματα και γραμμές, αλλά από την άλλη είναι ένας "Εξαναγκασμός" εξωτερίκευσης και των πιο παράξενων σκέψεων. Αν μου έρχεται κάτι στο μυαλό και με προβληματίζει, πρέπει να το αποδώσω. Βέβαια το δικό μου το μυαλό είναι πολύ παράξενο και η απόδοση η δικιά μου μπορεί να απέχει πολύ από την απόδοση που δέχονται όσοι το διαβάζουν. Και ξέρω ότι έτσι μπορεί να μπερδέψω τον αναγνώστη αλλά δεν μπορώ αλλιώς. Πρέπει να το βγάλω.
Τελικά το Blog μπορεί να λειτουργεί σε μένα ως μία δίοδο επικοινωνίας αλλά πιστεύω ότι αυτή η δίοδο περνάει πρώτα από μέσα μου. Είναι μια επικοινωνία με τον εαυτό μου, και αυτός πιστέψτε με ..... είναι ο πιο δύσκολος Αναγνώστης. Γιατί με τέτοιο μυαλό που κουβαλάει και αυτός..... Σιγά μην με Καταλάβει !!!
Anyway. Το τραγούδι αυτό με είχε αγγίξει πολύ όταν είχε πρωτοβγεί με τον Μπαμπούλα. Απορώ πως τόσο καιρό δεν το είχα αναρτήσει. Θυμάμαι το είχα ακούσει χιλιάδες φορές. Το Cd πρέπει να είναι χαραγμένο στο 1ο Track. Μάλλον από τις πολλές φορές που το άκουσα δεν ένιωθα την ανάγκη να το ξανακούσω. Σήμερα το πρωί όμως μου ήρθε στο μυαλό. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί. Αλλά δεν με ρωτάω και πολύ. Τις περισσότερες φορές ακούω προσεκτικά την διαίσθηση και δεν της χαλάω χατίρια. Αυτή μάλλον ξέρει. Τώρα τι ξέρει,...... ο Θεός και η ψυχή της.
Η διαίσθηση είναι η πιο ειλικρινής και αληθινή έκφανση του εαυτού μας. Πολλές φορές δεν την καταλαβαίνεις. Αλλά επειδή έχω μία ψύχωση με την ειλικρίνεια..... δεν τα βάζω μαζί της. Την αφήνω να εκφραστεί, κι ας έχω τους ενδοιασμούς μου. "Θα πάω κι' ας μου βγει και σε Κακό".
Όταν λοιπόν είχα ακούσει το τραγούδι δεν είχα ιδέα για τη Βαμβουνάκη. Σε μια συναυλία ακούω τον Πλιάτσικα να λέει "Θα πούμε ένα τραγούδι που το έχει γράψει η Μάρω Βαμβουνάκη", και αρχίζουν και το παίζουν. Δεν πρέπει να πέρασαν πολλές μέρες και πήγα και το αγόρασα. Δεν θυμάμαι πότε το άρχισα, αλλά θυμάμαι που και πότε το τελείωσα (γιατί πολλά βιβλία, ιδίως αυτά που μου αρέσουν μπορεί να κάνω πολύ καιρό να τα τελειώσω. Τα αναλύω... όπως κάνω συνήθως).
Ήταν Αύγουστος του 1997 στη Λευκάδα. Η παρέα δεν είχε ξυπνήσει από το προηγούμενο ξενύχτι, και εγώ αθόρυβα παίρνω το βιβλίο και κάνω μια βόλτα στα στενά σοκάκια της πόλης. Θυμάμαι έντονα τις πρωινές μυρωδιές του νησιού και κυρίως το φρέσκο βούτυρο των φούρνων από τις τυρόπιτες που ετοιμαζόταν για τον πεινασμένο επισκέπτη. Αφού πάρω μία καυτή ζαμπονοτυρόπιτα από κάποιον φούρνο που μόλις την έβγαζε, κάθομαι σε ένα παγκάκι. Κοιτάζω την θάλασσα που ήταν τόσο γαλήνια και ηρεμώ. Σε λίγο σηκώνομαι και παραγγέλνω καφέ στη διπλανή καφετέρια. Ανοίγω το βιβλίο και γεμάτος ευχαρίστηση από την ατμόσφαιρα, αρχίσω να διαβάζω τις τελευταίες σελίδες του.
Σε λίγη ώρα το τελειώνω. Θυμάμαι ακόμα την ανατριχίλα που ένιωσα αλλά και την αντίδρασή μου που πρώτη φορά την είχα κάνει και δεν πρόκειται να την ξεχάσω. Όταν λοιπόν κλείνω το οπισθόφυλλο, σηκώνω το βιβλίο, το ανοίγω κάπου στη μέση και αγγίζω τις σελίδες στα χείλη μου, έχοντας το πάνω μέρος του ακριβώς κάτω από τα ρουθούνια μου. Σαν το αισθαντικό φιλί στο μέτωπο μιας γυναίκας που παράλληλα μυρίζεις με κλειστά τα βλέφαρα τα μαλλιά της και εσωτερικεύεις όλη τη Στιγμή. Ε Ρ Ω Τ Α Σ ! ! !
Ναι, με ένα βιβλίο Έρωτας. Και με όλες τις αισθήσεις που συνόδευε.
Ότι αξίζει πονάει, κι' είναι δύσκολο...
Share to Facebook (Αν θέλετε να κάνετε Share μόνο τη συγκεκριμένη Ανάρτηση, τότε κάνετε κλικ στον Τίτλο της και μετά πατάτε το κουμπί του Share)