Οι κύριοι χαρακτήρες. Από αριστερά προς τα δεξιά: Μαθουσαλίξ, Αλφαβητίξ, Οβελίξ (και Ιντεφίξ), Αστερίξ, Μαζεστίξ (και οι βαστάζοι του που είναι ανώνυμοι), Πανοραμίξ, Αυτοματίξ και Κακοφωνίξ
Τα ονόματα των χαρακτήρων του κόμικ Αστερίξ προέρχονται από γαλλικά λογοπαίγνια που εμπνεύσθηκε ο δημιουργός τους, Ρενέ Γκοσινί. Το γεγονός ότι οι Γαλάτες ήρωες του κόμικ έχουν ονόματα που καταλήγουν σε «ιξ» είναι εμφανής αναφορά στο ιστορικό πρόσωπο του Γαλάτη αρχηγού Βερσιζεντορίξ. Οι κύριοι χαρακτήρες που παρουσιάζονται στο κόμικ Αστερίξ είναι οι παρακάτω:
Ο Αστερίξ
Ο Αστερίξ (Astérix) είναι ο κύριος ήρωας των ιστοριών, συνοδευόμενος από τον Οβελίξ και τον σκύλο του Οβελίξ, τον Ιντεφίξ. Έχει συνήθως μαζί του ένα φλασκί με μαγικό φίλτρο που το έχει φτιάξει ο Δρυΐδης Πανοραμίξ και του δίνει υπεράνθρωπη δύναμη. Το λογοπαίγνιο του ονόματος Αστερίξ βασίζεται στην αναστροφή των τελευταίων συμφώνων της γαλλικής λέξης «astérisque» (=αστερίσκος).
Ο Ρενέ Γκοσινί, δηλαδή ο ένας απ' τους δύο δημιουργούς του, όταν τον επινόησε, είχε στον μυαλό του έναν αντιήρωα. Είναι αλήθεια: ο Αστερίξ είναι κοντός, έχει μία τεράστια μύτη και δεν είναι ιδιαίτερα όμορφος, δεν είναι παντρεμένος με τοπ-μόντελ και γενικά δεν ακολουθεί το πατροπαράδοτο μοντέλο του "ήρωα". Αυτό ακριβώς ήθελε ο Ρενέ Γκοσινί -ο Αστερίξ να περνά αρχικά απαρατήρητος, αλλά τελικά να επιβάλλεται με την εξυπνάδα του. Ο άλλος δημιουργός, Αλμπέρ Ουντερζό ήθελε να κάνει τον Αστερίξ έναν συνηθισμένο, μυώδη και δυνατό ήρωα, αλλά τελικά ο Γκοσινί επιβλήθηκε. Βέβαια, θα δημιουργηθεί και ο Οβελίξ για να ικανοποιήσει την επιθυμία του σχεδιαστή, ειδικού στους υπερτροφικούς ήρωες.
Κοντός, όχι ιδιαίτερα όμορφος, κλασσικός τύπος αντιήρωα, αποτελεί το πιστό πορτρέτο του Γαλάτη, που στην τελική ανάλυση πλησιάζει αρκετά τον σύγχρονο Γάλλο με τα προτερήματα των ελαττωμάτων του και τα ελαττώματα των προτερημάτων του: φωνακλάς, καυγατζής, ξεροκέφαλος, τσαντίλας, αλλά και συμπαθής, θαρραλέος, τίμιος, τετραπέρατος, πιστός και έξω καρδιά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γκοσινί:
Ο Αλμπέρ ήθελε να σχεδιάσει τον Αστερίξ σύμφωνα με τους παραδοσιακούς κανόνες των ηρώων που είχαν ευρύ θώρακα, ένα σώμα φουσκωτό σαν με αέριο, όπως ήταν ο Bellou και ο Ούμπα-Πα. Εγώ σκεπτόμουν το αντίθετο. Ήθελα να δημιουργήσω έναν αντιήρωα, έναν κοντοστούπη ανθρωπάκο. Ο Αστερίξ έπρεπε να είναι κοντοπίθαρος, να περνάει σχεδόν απαρατήρητος. Για μένα, είχε σημασία ο ίδιος ο χαρακτήρας να έχει πλάκα. Ο Ούμπα-Πα ήταν ένας υπερφυσικός μπέμπης, για τον οποίο η συζήτηση περιοριζόταν σ' ένα χτύπημα στο κεφάλι. Με τον Αστερίξ, ήθελα έναν ήρωα πιο πονηρό.
Ο Αστερίξ είναι ο πρωταγωνιστής πολλών περιπετειών μέσα κι έξω απ' το Γαλατικό χωριό όπου κατοικεί. Ταξιδεύει σε διάφορες χώρες όπως η Αίγυπτος (Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα), η Γερμανία (Αστερίξ και οι Γότθοι), η Μεγάλη Βρετανία (Ο Αστερίξ στους Βρετανούς), ακόμη και η Ινδία (Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα).
Ο Οβελίξ κουβαλώντας ένα μενίρ
Ο Οβελίξ (Obélix) είναι ο καλύτερος φίλος του Αστερίξ και ο ακούραστος συνοδός του σε όλες σχεδόν τις περιπέτειές του από το δεύτερο τεύχος της σειράς Το χρυσό δρεπάνι. Είναι κατασκευαστής μενίρ. Θίγεται όταν τον λένε χοντρό, ενώ ο ίδιος υποστηρίζει πως είναι «όλο μυς χωρίς λίπος». Αδυναμία του είναι τα ψητά αγριογούρουνα και δε χορταίνει ποτέ. Όταν ήταν μικρός, είχε πέσει μέσα στη χύτρα με το μαγικό ζωμό, με αποτέλεσμα να έχει υπερφυσική δύναμη μονίμως. Ο Πανοραμίξ δεν τον αφήνει να ξαναπιεί, γιατί κάτι τέτοιο θα είχε καταστροφικές συνέπειες για την υγεία του. Αυτός όμως ζηλεύει που όλοι οι άλλοι πίνουν και μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα για να ξεγελάσει τον Πανοραμίξ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Μόνο σε ένα τεύχος τον αφήνει ο Πανοραμίξ να πιει μαγικό ζωμό (Αστερίξ και η Κλεοπάτρα) για να σπάσει τη χοντρή πέτρινη πόρτα μιας πυραμίδας, στην οποία τους έχουν φυλακίσει. Μία άλλη φορά (Η Γαλέρα του Οβελίξ), ο Οβελίξ δεν συγκρατήθηκε και ήπιε ολόκληρο το μαγικό ζωμό, με αποτέλεσμα πρώτα να μετατραπεί σε γρανίτη και έπειτα να επιστρέψει στα παιδικά του χρόνια. Είναι αγαθός και απλός ως χαρακτήρας, εκτιμά την πονηριά του Αστερίξ, αλλά όταν ο Αστερίξ δεν προλαβαίνει να του εξηγήσει λόγω έλλειψης χρόνου το σχέδιο δράσης του, τσαντίζεται και αρνείται να ακολουθήσει τυφλά. Δεν είναι πολύ εύστροφος και, όταν αναλαμβάνει πρωτοβουλία, βάζει τον Αστερίξ σε ακόμη μεγαλύτερες φασαρίες. Αγαπημένο του χόμπι, μετά το κυνήγι αγριογούρουνων, είναι να δέρνει τους Ρωμαίους σε κάθε ευκαιρία. Οι Ρωμαίοι των γειτονικών οχυρών τον αποκαλούν συχνά «χοντρό τέρας». Η αγαπημένη του φράση είναι: «Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι», την οποία όμως προφέρει και για άλλους λαούς (αναλόγως το που ταξιδεύει αυτός και ο Αστερίξ σε κάθε περιπέτεια). Στο Οβελίξ & Σία παίρνει στα σοβαρά την επιχείρηση μενίρ του και αρχίζει να πουλάει μενίρ στους Ρωμαίους. Η εισαγωγή της οικονομίας της αγοράς έχει καταστροφικές συνέπειες για την ομόνοια στο χωριό.
Το όνομα του προέρχεται από την ελληνική λέξη Οβελίσκος και μπορεί να ερμηνευτεί με 3 τρόπους:
- Ο οβελίσκος (από την αρχαία ελληνική λέξη οβελός = σούβλα) είναι ξύλινη ή σιδερένια ράβδος για το ψήσιμο του κρέατος στα κάρβουνα.
- Μπορεί να συγκριθεί με το παρουσιαστικό και το σώμα του Οβελίξ, που ίσως να βγαινει από το οβάλ = ελλειψοειδής, που έχει το σχήμα αβγού.
- Η τρίτη ερμηνεία προέρχεται από το επάγγελμά του, αφού κατασκευάζει και μεταφέρει Μενίρ, τα οποία μοιάζουν με οβελίσκους.
Ο Ιντεφίξ
Συνοδεύεται πάντα από τον πιστό του μικροσκοπικό σκύλο Ιντεφίξ (Idéfix) (λογοπαίγνιο: στα γαλλικά «idée fixe» σημαίνει «έμμονη ιδέα»), τον οποίο και πρωτοσυνάντησε στη Λουτέτια (Παρίσι) στον Γύρο της Γαλατίας και από τότε αυτό το αξιαγάπητο σκυλάκι τον ακολουθεί σε πολλές περιπέτειες με κάποιες, όμως, εξαιρέσεις (Ο Αστερίξ στους Βρετανούς, Ο Αστερίξ λεγεωνάριος). Ο Οβελίξ προσπαθεί να τον εκπαιδεύσει να βρίσκει αγριογούρουνα και να κουβαλάει μενίρ. Ο Ιντεφίξ έχει την έμμονη ιδέα να προστατεύει τα δέντρα.
Ο Πανοραμίξ ετοιμάζοντας (ίσως) το μαγικό ζωμό στη μαρμίτα του
Ο Πανοραμίξ (Panoramix) είναι ο δρυΐδης του χωριού του Αστερίξ. Είναι ο μόνος που γνωρίζει τη συνταγή για το μαγικό ζωμό που δίνει υπερφυσική δύναμη στους Γαλάτες. Η συνταγή μεταδίδεται μόνο από στόμα δρυΐδη σε αφτί δρυΐδη (κάτι που οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν στην Οδύσσεια του Αστερίξ). Συνήθως είναι σκαρφαλωμένος σε κάποιο δέντρο και μαζεύει γκι, απαραίτητο συστατικό του ζωμού και στο Αστερίξ ο Γαλάτης έκοψε αρκετές φορές το δάχτυλό του με το χρυσό του δρεπάνι, όταν ο Αστερίξ του φώναξε δυνατά, ενώ βρισκόταν πάνω σε μία βελανιδιά. Το εν λόγω δρεπάνι, που πάντα φέρει ο Πανοραμίξ, είναι πολύτιμο (γι' αυτό και το χωριό βρίσκεται υπό απειλή όταν αυτό καταστρέφεται στο Χρυσό Δρεπάνι). Μόνο αν το γκι κοπεί με αυτό, αποκτά τις μαγικές του ιδιότητες. Όταν στο τεύχος Ο αγώνας των αρχηγών, ο δρυΐδης παθαίνει αμνησία από ένα μενίρ που του έπεσε στο κεφάλι, το χωριό βρίσκεται στο έλεος των Ρωμαίων. Γενικώς είναι η φωνή της σύνεσης και της λογικής στο χωριό και όλοι τον σέβονται, αν και στο Αστερίξ και οι Γότθοι, όταν κερδίζει το διαγωνισμό για τον καλύτερο δρυΐδη, καμαρώνει αυτάρεσκα για το βραβείο του. Για να διευκολυνθεί η πλοκή, ο μαγικός ζωμός χρειάζεται σε πολλά τεύχη και άλλα υλικά, τα οποία πρέπει να φέρει ο Αστερίξ ξεκινώντας έτσι άλλη μια περιπέτεια. Στο Μεγάλο Ταξίδι χρειάζεται ψάρι, στην Οδύσσεια του Αστερίξ πετρέλαιο (που τελικά αντικαθίσταται από παντζαρόζουμο, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, στο Χρυσό Δρεπάνι ο Αστερίξ και ο Οβελίξ ταξιδεύουν στην Λουτέτια (Παρίσι) για να βρουν ένα καινούριο χρυσό δρεπάνι για τον δρυΐδη. Ο Πανοραμίξ ετοιμάζει το ζωμό πάντα μέσα σε μια χύτρα και συνήθως όλο το χωριό (εκτός απ' τις γυναίκες με λίγες εξαιρέσεις) μπαίνει στη σειρά για να πιει. Ο Πανοραμίξ γνωρίζει και συνταγές για άλλα ματζούνια, είτε που προορίζονται για να βασανίσουν κι άλλο τους άμοιρους Ρωμαίους(Αστερίξ ο Γαλάτης, Η μεγάλη τάφρος), είτε είναι αντίδοτα για τους Γαλάτες και τους φίλους τους (Ο Αστερίξ και η Κλεοπάτρα, Ο Αστερίξ στους Ελβετούς).Το λογοπαίγνιο του ονόματος Πανοραμίξ βασίζεται στη γαλλική λέξη «panoramique» (=πανοραμικός).
Ο Μαζεστίξ πάνω στην ασπίδα του
Ο Μαζεστίξ (Abraracourcix) (στην παλαιότερη έκδοση Μοναρχίξ) είναι ο αρχηγός του χωριού και σύζυγος της Μιμίνας. Το αξίωμά του αυτό του επιτρέπει και του επιβάλλει να κυκλοφορεί στο χωριό επάνω σε μια ασπίδα φερόμενος από δύο βαστάζους, οι οποίοι, όμως, δεν είναι και πολύ πρόθυμοι να τον εξυπηρετήσουν (ο σωματότυπός τους, επίσης, αλλάζει από περιπέτεια σε περιπέτεια και μόνο από το Δώρο του Καίσαρα θα σταθεροποιηθεί). Με την πρώτη ευκαιρία παρατούν την ασπίδα και ο Μαζεστίξ βρίσκεται στο έδαφος απελπισμένος. Στην εισαγωγή κάθε ιστορίας αναφέρει ότι φοβάται μόνο ένα πράγμα: «Να μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι». Σε δύσκολες περιστάσεις συγκαλεί το συμβούλιο των σοφών (Πανοραμίξ, Κακοφωνίξ και Αστερίξ) πριν αποφασίσει. Στο σπίτι του όμως υφίσταται την καταπίεση της γυναίκας του που τον αποκαλεί άλλοτε «χοντρογούρουνο», αλλά και "γουρουνάκι της" (Ο Μάντης). Είναι ο μόνος από το χωριό που έχει πολεμήσει στην ιστορική μάχη της Αλέσια, κατά την οποία ηττήθηκε ο Βερσιγκετορίξ από τον Ιούλιο Καίσαρα και υποτάχθηκαν οι Γαλάτες (όλοι; όχι!) στους Ρωμαίους. Στην Ασπίδα της Αρβέρνης, αποκαλύπτεται πως η ασπίδα ανήκε αρχικά στο Βερσιγκετορίξ και αφού άλλαξε αρκετούς κατόχους, κατέληξε σε αυτόν που την προμηθεύτηκε από έναν έμπορο κρασιού και κάρβουνων λίγο μετά την μάχη. Στο ίδιο τεύχος, από τις καταχρήσεις στο φαγητό και στο ποτό, τον πιάνει το συκώτι του και πρέπει επειγόντως να αδυνατίσει πηγαίνοντας σε ρωμαϊκές θέρμες, όπου και καταπιέζεται αφόρητα. Προσπαθεί να μένει έξω από τους καβγάδες και να συμφιλιώνει το χωριό, πράγμα όμως που πολύ σπάνια επιτυγχάνει.
Ο Κακοφωνίξ (Assurancetourix) είναι ο βάρδος του χωριού. Του αρέσει τρομερά να τραγουδάει και να παίζει τη λύρα του και δε διστάζει να το κάνει σε κάθε ευκαιρία. Είναι, όμως, ιδιαίτερα παράφωνος και η μουσική του εξοργίζει όλους τους υπόλοιπους χωρικούς. Όλοι πιστεύουν ότι τραγουδάει απαίσια, εκτός από τον ίδιο (και κάποιους λιγοστούς "εκλεκτούς").
Δεν κατοικεί σε καλύβα όπως οι άλλοι χωρικοί, αλλά σε σπιτάκι που βρίσκεται πάνω σε δένδρο. Όνειρό του είναι να τραγουδήσει στο Ολυμπιακό Στάδιο της Λουτέτιας (Παρισιού). Κάποιοι από τους λίγους που τους αρέσει το τραγούδι του είναι ο ανιψιός του Μαζεστίξ, ο Γιεγιεδίξ (Ο Αστερίξ και οι Νορμανδοί), ο Πέπε (Ο Αστερίξ στην Ισπανία), η πριγκίπισσα Χαλαλίμα (Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα) και μερικοί άλλοι.
Οι χωρικοί κάνουν ότι μπορούν για να τον εμποδίσουν να τραγουδήσει και ειδικά ο Αυτοματίξ τον χτυπά στο κεφάλι κάθε φορά που προσπαθεί με εξαίρεση το Ρόδο και Ξίφος, όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται. Στο τέλος κάθε τεύχους, στο παραδοσιακό γλέντι, ο Κακοφωνίξ καταλήγει δεμένος σαν σαλάμι και φιμωμένος, κρεμασμένος από το κλαδί ενός δένδρου για να μη χαλάσει το γλέντι με τις παραφωνίες του (με εξαίρεση λίγα τεύχη όπως τα Ο Αστερίξ και οι Νορμανδοί, Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες, Αστερίξ ο Γαλάτης, Και ο ουρανός έπεσε στο κεφάλι τους), όπου κάθεται στο τσιμπούσι αλλά χωρίς να τραγουδά.
Η κακοφωνία του μπορεί ακόμη και να φέρει βροχή, κάτι που αποδείχθηκε σωτήριο όταν η Ινδία μαστιζόταν από ξηρασία στο Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα, όπου ο Αστερίξ, ο Οβελίξ, ο Κακοφωνίξ και ο φακίρης Πιοσινέχ ταξιδεύουν ως τα πέρατα του κόσμου πάνω σε ένα μαγικό χαλί. Ως βάρδος εκτελεί και χρέη δασκάλου του χωριού (Το χρυσό δρεπάνι, Ρόδο και Ξίφος [όπου εκδιώκεται προσωρινά από αυτή τη θέση]), μαζί με τον Πανοραμίξ και είναι μέλος του συμβουλίου των σοφών (Ο Αστερίξ και η χύτρα", "Ο γιος του Αστερίξ" κ.α.).
Η Μιμίνα
Η Μιμίνα (Bonemine) (στην παλαιότερη έκδοση Μπονεμίνα), είναι η σύζυγος του αρχηγού Μαζεστίξ και άρα πρώτη κυρία του χωριού. Είναι πάντα δυσαρεστημένη με τον άντρα της, γιατί όπως συνεχώς διατυμπανίζει "έχασε τα καλύτερά της χρόνια μαζί του σ' αυτό το χωριουδάκι με αυτούς τους άξεστους επαρχιώτες και το «χοντρογούρουνο», τον άντρα της". Θέλει να πάει να ζήσει στη Λουτέσια ή στη Λιέγη. Δε βοηθάει την κατάσταση το γεγονός ότι ο αδελφός της μένει στην Λουτέτια (Παρίσι) και θεωρεί το Μαζεστίξ επαρχιώτη (βλ. Οι δάφνες του Καίσαρα). Ως πρώτη κυρία έχει κι αυτή αξιώσεις, όπως το να ανεβαίνει στην αρχηγική ασπίδα του συζύγου της (Η Διχόνοια, Ρόδο και Ξίφος) και να μην περιμένει στις ουρές ή σε σπάνιες περιπτώσεις να έχει περισσότερα δικαιώματα από την Κα. Μαθουσαλίξ πάνω σε ένα χαλί ενός φακίρη (Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα). Ως γυναίκα δε λαμβάνει μέρος στις μάχες (αλλά ενίοτε συμμετέχει στους ψαροκαβγάδες όπου διαπληκτίζεται με τις συγχωριανές της), ούτε πίνει μαγικό ζωμό, εκτός από τον Μάντη, όπου όλες οι γυναίκες εισβάλλουν στο γειτονικό ρωμαϊκό οχυρό Πετιμπονούμ για να τιμωρήσουν τον ψευτομάντη που τις ξεγέλασε προβλέποντας το μέλλον. Στο τεύχος αυτό τα βάζει και με τον Αστερίξ που αμφισβητεί τις μαντικές ικανότητες του μυστηριώδους και προσωρινά ευπρόσδεκτου επισκέπτη. Το σχόλιό της για το μαγικό ζωμό την πρώτη φορά που τον δοκιμάζει είναι πως "δεν είναι κακός, μα ότι είναι λιγάκι ανάλατος". Το γαλλικό όνομα του χαρακτήρα είναι λογοπαίγνιο που σημαίνει «φρεσκάδα του προσώπου» («bonne mine»), ενώ στη γαλλική έκδοση ο σύζυγός της, ο αρχηγός Μαζεστίξ, την αποκαλεί χαϊδευτικά «Μιμίνα» («Mimine»).
Ο Αλφαβητίξ
Ο Αλφαβητίξ (Ordralfabétix) (σε παλαιότερη έκδοση Καταλφαβητίξ) είναι ο ιχθυοπώλης του χωριού που πρωτοεμφανίζεται στο Ο Αστερίξ στην Ισπανία, όπου και συμβαίνει ο πρώτος ψαροκαβγάς. Τα ψάρια του είναι πάντα μπαγιάτικα και βρωμούν, κάτι που δίνει διαρκώς αφορμή για σχόλια που καταλήγουν σε καβγάδες. Είναι σε μόνιμη έχθρα με τον Αυτοματίξ, ο οποίος κάνει συνεχώς υπαινυκτικά σχόλια για τα ψάρια του και την αμφίβολη ποιότητά τους. Επειδή σέβεται τον πελάτη, δεν ψαρεύει ο ίδιος ό,τι κι ό,τι στη γειτονική θάλασσα όπως επισήμανε στο Μεγάλο Ταξίδι, αλλά παραγγέλνει τα ψάρια του στην Λουτέτια (Παρίσι). Τα ψάρια έρχονται με βοϊδάμαξα ήδη μπαγιάτικα (βλ. Ο Αστερίξ και η Λατραβιάτα). Έχει ως σύζυγο τη Γιελοουσαμπμαρίνα (Iélosubmarine, από τον τίτλο του τραγουδιού των Μπιτλς Yellow submarine), που εμφανίζεται κι αυτή στο Ο Αστερίξ στην Ισπανία και στο επεισόδιο Ο Αστερίξ στην Κορσική εμφανίζεται και ο (ανώνυμος) γιος του, ο οποίος τσακώνεται με το γιο του Αυτοματίξ για τα ψάρια του μπαμπά του.
Ο Αυτοματίξ
Ο Αυτοματίξ (Cétautomatix) είναι ο σιδεράς του χωριού. Χάρη στην φυσική του δύναμη του και στο μαγικό φίλτρο του δρυΐδη Πανοραμίξ δε χρειάζεται σφυρί, σφυρηλατεί τα μέταλλα στο αμόνι με τα χέρια, αν και τον βλέπουμε να μεταχειρίζεται αυτό το "εργαλείο" μόνο στον Αστερίξ τον Γαλάτη. Βρίσκει ανυπόφορο το τραγούδι του Κακοφωνίξ και τον χτυπάει ή του σπάει τη λύρα, όταν ο τελευταίος πάει να τραγουδήσει. Όταν όμως στο τελικό τσιμπούσι του τεύχους Ο Αστερίξ και η Χαλαλίμα ο Κακοφωνίξ λείπει, γιατί έχει πάει να σώσει την Ινδία από την ξηρασία, κι έτσι ο Αυτοματίξ πέφτει σε μελαγχολία και δεν μπορεί να φάει. Επίσης, στο Ο Αστερίξ και οι Νορμανδοί αναγκάζει τον βάρδο να τραγουδήσει για να τον χτυπήσει με το σφυρί του μετά. Έχει, επίσης, μόνιμη έχθρα με τον ψαρά του χωριού Αλφαβητίξ με αφορμή τα μπαγιάτικα ψάρια του. Οι καβγάδες τους καταλήγουν συνήθως σε σύρραξη όλων των κατοίκων του χωριού μεταξύ τους. Έχει μια (ανώνυμη) σύζυγο που πρωτοεμφανίστηκε στην Διχόνοια. Στο Ο Αστερίξ στην Κορσική εμφανίζεται και ο (επίσης ανώνυμος) γιος του, ο οποίος καταλήγει να τσακώνεται με το γιο του Αλφαβητίξ για τον ίδιο λόγο, ενώ στην Μεγάλη Τάφρο έχει έναν μαθητευόμενο, ο οποίος είναι άγνωστο αν επρόκειτο για τον γιο του που μεγάλωσε, για άλλο γιο ή απλώς για κάποιο μαθητή του στην τέχνη του σιδερά.
Ο Μαθουσαλίξ
Ο Μαθουσαλίξ (Âgecanonix), στην παλαιότερη έκδοση Παλαιοντολογίξ, είναι μάλλον ο γηραιότερος του χωριού. Κυκλοφορεί σκυφτός με ένα μπαστούνι που στις μάχες χρησιμεύει και σαν όπλο. Έχει μια νεαρή ψηλή ξανθιά σύζυγο (ανώνυμη), η οποία συνήθως τον έχει έγνοια να μην κρυώσει. Στο τεύχος «Οβελίξ & Σία» γίνεται κι αυτός κατασκευαστής μενίρ (όπως και όλο το χωριό) για να της αγοράσει φουστάνια. Κατά καιρούς παραπονιέται για το κατάντημα της νεολαίας.
Βασικοί χαρακτήρες που εμφανίζονται σε πολλές ιστορίες είναι οι Πειρατές. Δημιουργήθηκαν σαν παρωδία των χαρακτήρων του Βελγικού κόμικ Barbe-Rouge (Κοκκινογένης), αλλά χάρη στο Αστερίξ έγιναν περισσότερο γνωστοί στην σατιρική τους έκδοση απ' οτι στην βασική! Συνήθως πλέουν αμέριμνοι ή επιτίθενται ανυποψίαστοι σε άλλα πλοία, μέχρι που εμφανίζονται οι Γαλάτες και τους βουλιάζουν το πλοίο. Οι πειρατές αποτελούνται από τρία κυρίως πρόσωπα, τον καπετάνιο, το γέρο πειρατή και το μαύρο παρατηρητή. Ο κοκκινογένης καπετάνιος προσπαθεί μάταια να πετύχει κανένα λάφυρο, συνήθως για να ξεπληρώσει το δάνειο για την αγορά του νέου καραβιού μετά την προηγούμενη συνάντηση με τους Γαλάτες. Δε διστάζει να συνεργαστεί με όλους («Ο Αστερίξ στην Κορσική»), φτάνει να βγάλει κέρδος. Ο γέρος πειρατής έχει ξύλινο πόδι και πατερίτσα και η συνεισφορά του περιορίζεται σε καυστικά λατινικά ρητά μετά την καταστροφή (ο αρχηγός του τον αποκαλεί "διακεκριμένο λατινιστή"). Ο μαύρος παρατηρητής είναι ανεβασμένος στο κατάρτι, δεν μπορεί να πει το «λ» και το «ρ» και συνήθως απλώς αναγγέλλει την επερχόμενη καταστροφή, όταν βλέπει τους Γαλάτες στον ορίζοντα. Στο τεύχος «Ο Αστερίξ και η χύτρα » οι πειρατές αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη θάλασσα, να μεταφέρουν το πλοίο τους στη στεριά και να το μετατρέψουν σε εστιατόριο, χωρίς όμως πάλι να γλιτώσουν την επίσκεψη των Γαλατών. Σε κάποια τεύχη μες στην απελπισία τους βουλιάζουν μόνοι τους το καράβι τους για να περισώσουν την τιμή τους: "Να το βουλιάξουμε μόνοι μας. Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο και θα γλιτώσουμε και μερικές φάπες".